Φέτος συμπληρώνονται 68 χρόνια από τη νίκη του Ελληνικού Εθνικού
Στρατού επί των κομμουνιστο-συμμοριτών στα πεδία των μαχών στο Γράμμο
και στο Βίτσι. Όπως κάθε χρόνο, έτσι και φέτος,
τιμούμε τη μνήμη των πεσόντων ηρώων του Ελληνικού Στρατού στις μάχες του 1949.
Το ιστορικό της εποποιίας του Εθνικού Στρατού
Η μάχη στο Γράμμο και το Βίτσι σήμανε (ευτυχώς νικητήρια για τον
Εθνικό Στρατό) το τέλος μιας μαύρης σελίδας της Ελληνικής μας Ιστορίας
τον Συμμοριτοπόλεμο. Έναν πόλεμο για τον οποίον τα σχολικά βιβλία
δεν γράφουν τίποτε ή σχεδόν τίποτε. Στο βιβλίο Ιστορίας της Γ΄
Γυμνασίου, το αφιέρωμα είναι δισέλιδο και μάλιστα με φωτογραφία του
Νίκου Ζαχαριάδη, οπότε καταλαβαίνετε για τι αφιέρωμα μιλάμε. Κατά τα
άλλα, στο μόνο που συμφωνούμε με αυτά τα γελοία βιβλία είναι ότι ο
Συμμοριτοπόλεμος ήταν πράγματι μια κατάμαυρη σελίδα της Ιστορίας μας από
την άποψη ότι Έλληνας σκότωνε Έλληνα. Ήταν έτσι όμως σε όλες τις
περιπτώσεις; Οι αντάρτες που αποτελούσαν τον Δ.Σ.Ε. ήταν όλοι Έλληνες; Ή
μήπως είχαν εξωτερική βοήθεια από τα Κομμουνιστικά Κράτη τα οποία
επεδίωξαν και στήριξαν τον πόλεμο αυτό; Εμφύλιος σημαίνει πόλεμος μεταξύ
ανθρώπων που ανήκουν στην ίδια φυλή, σ
την περίπτωση του 1946-1949 με
το μέρος των εν Ελλάδι Κομμουνιστών ήταν όλοι οι Κομμουνιστές των
Βαλκανίων (Αλβανοί, Σλάβοι, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Ρώσοι κτλ) συν το ότι
οι εν Ελλάδι Κομμουνιστές ήταν κατά 3/4 Εβραίοι.
Ενδεικτικά αναφέρουμε απόσπασμα από το βιβλίο Ιστορίας της 6ης Δημοτικού του 1962: «
Ο
κατά των συμμοριτών εθνικός αγών.Μετά την συντριβήν των κατά το
Δεκεμβριανόν κίνημα, οι κομμουνισταί εκαιροφυλάκτουν διά τον «τρίτον
γύρον», όπως έλεγον. Προς τον σκοπόν αυτόν ωργανώθησαν εις τας χώρας του
Παραπετάσματος (Αλβανίαν, Γιουγκοσλαβίαν, Βουλγαρίαν). Εκεί είχον τας
βάσεις ανεφοδιασμού των και περιθάλψεως τραυματιών, εκπαιδεύσεως
δολιοφθορέων κλπ. Δι' αυτό ο κατά των συμμοριτών αγών έπαυσε να έχη
την τοπικήνσημασίαν του Δεκεμβριανού κινήματος. Ήτο πλέον εθνικός
αγών κατά του σλαυισμού».
Το ελληνικό έθνος ήταν ήδη ελεύθερο από το 1821 και επιβεβαίωσε την
ελεύθερη ύπαρξη του με την εποποιία του '40. Έπρεπε όμως να αγωνιστεί
και πάλι στο Γράμμο και στο Βίτσι, αυτή τη φορά κατά της κόκκινης
λαίλαπας, που απειλούσε την ελευθερία και την ύπαρξη του. Και αγωνίστηκε
σκληρά. Έμελλε να νιώσει πάλι η Ελληνική οικογένεια την φρίκη του
παιδομαζώματος αυτή την φορά όχι από τον τούρκο αλλά από «έλληνες» αν
μπορούν να θεωρηθούν Έλληνες οι συμμορίτες που το εύρος των
φρικαλεοτήτων που διέπραξαν δεν διαφέρουν και πολύ από αυτά των τούρκων.
Έγραψε τη νέα του εποποιία με το φτερό της ψυχής του και το αίμα της
καρδιάς του. Όρθωσε για άλλη μια φορά το ανάστημα του, και η αιώνια
Ελλάς, ξαναχάραξε την πορεία της επάνω στα ιερά ίχνη του Λεωνίδα, του
Μεγάλου Αλεξάνδρου, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Διακήρυξε παγκόσμια
την επιθυμία της να ζήσει ελεύθερα. Ας προσπαθήσουμε όμως να δούμε πώς
ξεκίνησε αυτή η διαμάχη που κατέληξε στο περίφημο Γράμμο - Βίτσι.
Καταρχήν ως «επίσημη» έναρξη του Συμμοριτοπολέμου ή 3ου Γύρου, όπως τον
αποκαλούσαν οι Κομμουνιστές, θεωρείται η επίθεση την νύχτα της 31ης
Μαρτίου 1946, παραμονή των εκλογών, κατά του σταθμού Χωροφυλακής στο
Λιτόχωρο Ολύμπου, στην Κατερίνη.
Ο πρώτος Γύρος θεωρείται η περίοδος της Κατοχής και ο 2ος Γύρος τα Δεκεμβριανά του 1944. Φέτος τον
Αύγουστο λοιπόν συμπληρώνονται 67 χρόνια από το τέλος των
αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Η επιχείρηση των εθνικών δυνάμεων με την
κωδική ονομασία ΠΥΡΣΟΣ διεξήχθη καθ' όλο τον μήνα Αύγουστο σε τρεις
διαδοχικές φάσεις με αποτέλεσμα την οριστική συντριβή των κομμουνιστών
και το τέλος της αιματοβαμμένης σύγκρουσης η οποία τόσα δεινά είχε
επιφέρει στην, ήδη καθημαγμένη από την κατοχή, χώρα.
Τον Αύγουστο του 1949 ο αυτοαποκαλούμενος Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας (ΔΣΕ) είχε περιέλθει σε δεινή θέση.
Σε στρατιωτικό επίπεδο, μετά από απανωτές αποτυχίες είχε περιοριστεί
στο λεγόμενο «Κράτος του Γράμμου» και έπασχε πολύ σοβαρά στον τομέα του
ανεφοδιασμού και των εφεδρειών. Σε πολιτικό επίπεδο η επιλογή του ΚΚΕ,
κατόπιν πίεσης της Μόσχας, να λάβει θέση υπέρ της Κομμουνιστικής
Διεθνούς στη διαμάχη της πρώτης με τον Γιουγκοσλάβο ηγέτη Τίτο
αποδείχθηκε καταστροφική. Γιατί; Γιατί στις 11 Ιουλίου 1949 το Βελιγράδι
αποφάσισε το κλείσιμο των συνόρων του με τη χώρα μας. Αυτό πρακτικά
απέκοπτε τον ΔΣΕ από τις βάσεις ανεφοδιασμού του και του στερούσε τα
στρατόπεδα εκπαίδευσης που είχε ιδρύσει στο γιουγκοσλαβικό έδαφος. Εκτός
όμως του θέματος που προέκυψε με το «αδελφό» γιουγκοσλαβικό
κομμουνιστικό κόμμα, την ίδια εποχή ο ΔΣΕ αντιμετώπιζε και άλλα
σημαντικά προβλήματα.
Η επιμονή της κομμουνιστικής ηγεσίας να μετατρέψει τις ανταρτικές ομάδες σε τακτικό «λαϊκό» στρατό στέφθηκε από πλήρη αποτυχία.
Οι μεγάλες μονάδες που προέκυψαν δεν είχαν το πλεονέκτημα της
ευελιξίας, της ευκαμψίας και της ταχείας κίνησης (που είναι
χαρακτηριστικά των αντάρτικων σχηματισμών). Επιπλέον η απόφαση για
διατήρηση βάσεων (Βίτσι-Γράμμος) καθήλωσε τις μονάδες αυτές σε μια
στατική άμυνα. Ως αποτέλεσμα ο ΔΣΕ αναλώθηκε σε μάχες με πολύ μεγάλες
φθορές προσωπικού και υλικού. Το ζήτημα επίσης της αναπλήρωσης του
προσωπικού που χανόταν ήταν ιδιαίτερα οξυμένο για τον ΔΣΕ. Στο γεγονός
αυτό είχαν συντελέσει αποφασιστικά τόσο η τακτική των «σαρωμάτων» που
εφάρμοζε ο Εθνικός Στρατός, όσο και η εγκατάλειψη της υπαίθρου από τους
κατοίκους της. Ο ΕΣ με την προαναφερθείσα τακτική των διαδοχικών
«σαρωμάτων» είχε καταφέρει αρχίζοντας από την Πελοπόννησο και
κατευθυνόμενος προς τη Στερεά Ελλάδα-Θεσσαλία και στη συνέχεια Μακεδονία
να εξαφανίσει ουσιαστικά κάθε παρουσία του ΔΣΕ σε αυτές τις περιοχές,
αφήνοντας μόνο ολιγομελείς ομάδες καταπονημένων ανταρτών οι οποίες
εξουδετερώνονταν πλήρως από τις μονάδες της Εθνοφυλακής, των ΜΑΥ
(Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου) και της Χωροφυλακής.
Επίσης, λόγω του πολέμου η ύπαιθρος είχε εγκαταλειφθεί από τον
πληθυσμό, στερώντας με αυτό τον τρόπο τον ΔΣΕ από μια σημαντική πηγή
στρατολόγησης. Επιπλέον εκατοντάδες αντάρτες λιποτακτούσαν ή
παραδίδονταν αυτοβούλως σε μονάδες του ΕΣ απογοητευμένοι από την εξέλιξη
του πολέμου και προδομένοι από τις μεγαλόστομες διακηρύξεις της ηγεσίας
τους περί «οριστικής συντριβής του μοναρχοφασισμού». Για να
αντιμετωπίσει τη δυσμενή αυτή κατάσταση ο ΔΣΕ ενέτεινε την ήδη υπάρχουσα
από το ΄46 βίαιη στρατολόγηση από περιοχές που ακόμα ο ίδιος έλεγχε, με
τα όποια επακόλουθα μπορούσε να έχει μια τέτοια τακτική στο ηθικό και
στο αξιόμαχο των τμημάτων, καθώς και η χρησιμοποίηση σε σημαντικό αριθμό
γυναικών σε μάχιμα τμήματα για την κάλυψη των κενών.
Ήδη από τον Νοέμβριο του ΄48 ο επικεφαλής του ΔΣΕ
Μάρκος Βαφειάδης ομολογούσε
«Από τα μέσα του 1947 η στρατολόγηση του ΔΣΕ είχε πάρει σχεδόν ολότελα
βίαιο χαρακτήρα. Η εθελοντική κατάταξη δεν έφτανε ούτε το 10%.».
Μοναδικός σύμμαχος του ΔΣΕ εκείνες τις δύσκολες ώρες ήταν οι ομάδες των
σλαβόφωνων ανταρτών.
Επρόκειτο για πρώην βουλγαρίζοντες και νυν αναβαπτισμένους «Μακεδόνες» αυτονομιστές.
Η προσπάθεια κατατρομοκράτησης των ελληνικών πληθυσμών της δυτικής
Μακεδονίας θύμιζε στους βετεράνους του Μακεδονικού Αγώνα ανάλογες
ενέργειες των κομιτατζήδων. Επιπλέον ο ΔΣΕ είχε μεγάλο πρόβλημα όσον
αφορούσε τον τακτικό εφοδιασμό του. Τα Γιουγκοσλαβικά σύνορα ήταν
«κλειστά», η ύπαιθρος στην υπόλοιπη Ελλάδα δεν μπορούσε να
ελεγχθεί, και η επικοινωνία με τα μεγάλα αστικά κέντρα ήταν δυσχερής έως
και ανέφικτη σε ορισμένες περιοχές.
Από την άλλη πλευρά η κατάσταση ήταν ευοίωνη. Τον Ιανουάριο του 1949 ο
Θεμιστοκλής Σοφούλης ανέλαβε την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης,
αποτελούμενης από μέλη από όλες τις μη αριστερές πολιτικές δυνάμεις της
χώρας. Πρώτη ενέργεια της κυβέρνησης ήταν η επιλογή του στρατηγού
Αλέξανδρου Παπάγου για τη θέση του αρχιστρατήγου του ΕΣ, με ευρύτατες
δικαιοδοσίες.
Ο Παπάγος επέβαλλε αυστηρότατη πειθαρχία στο στράτευμα και ιδιαίτερα στους διοικητές των μεγάλων σχηματισμών.
Παράλληλα εμφύσησε ένα νέο επιθετικό πνεύμα και εφάρμοσε ευρέως την
αρχή της συγκέντρωσης των δυνάμεων. Αποφασίστηκε η διάλυση του
Συμβουλίου Εθνικής Αμύνης στο οποίο συμμετείχαν, με δικαίωμα ψήφου,
αρχικά οι Βρετανοί και στη συνέχεια οι Αμερικανοί.
Έτσι ο Παπάγος, σε στρατιωτικά θέματα δεν έδινε λογαριασμό ούτε στην
κυβέρνηση, ούτε στους Αμερικανούς οι οποίοι περιορίστηκαν στον
συμβουλευτικό τους ρόλο. Ο Εθνικός Στρατός είχε αρχίσει να παραλαμβάνει
άφθονο σύγχρονο πολεμικό υλικό, καθώς και κάθε είδους εφόδια, και το
ένοπλο προσωπικό είχε αρχίσει να εκπαιδεύεται εντατικά στη χρήση τους.
Ακόμα η ευρεία στρατολογία που είχε εφαρμοστεί πέτυχε κατά την κρίσιμη
χρονική στιγμή της τελικής προσπάθειας, να υπάρχουν περίπου 150.000
άνδρες υπό τα όπλα. Πέρα όμως από τους αριθμούς οι στρατιώτες του ΕΣ
διακρίνονταν για την ποιότητά τους. Σήμερα η αριστερή ρητορεία έχει
δημιουργήσει ένα τέτοιο πλέγμα μύθου γύρω από αυτό το θέμα ώστε να
πιστεύει κανείς ότι οι άνδρες του ΕΣ στρατολογούντο σχεδόν βίαια,
οδηγούντο στη μάχη υπό την απειλή των όπλων αγροίκων υπαξιωματικών και
φανατισμένων αξιωματικών, λιποτακτούσαν με την πρώτη ευκαιρία και όταν
βρίσκονταν απέναντι από τους «συντρόφους» αστοχούσαν επίτηδες.
Τώρα πώς ένας τέτοιος στρατός νίκησε είναι απορίας άξιον!
Οι άνδρες του Εθνικού Στρατού ήταν άριστα εκπαιδευμένοι, με υψηλότατο ηθικό και πλήρη επίγνωση της αποστολής τους.
Στην πλειοψηφία τους προέρχονταν από αγροτικές περιοχές. Αυτό αφενός
μεν τους καθιστούσε σκληροτράχηλους, αφετέρου διψασμένους για εκδίκηση
καθώς οι περιοχές των περισσοτέρων είχαν αποτελέσει στόχους επιδρομών
ανταρτικών ομάδων. Μετά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του ΕΣ σε
Πελοπόννησο, Στερεά Ελλάδα, Θεσσαλία και σε άλλες περιοχές της χώρας,
ήταν φανερό πως τα πράγματα όδευαν προς την τελική σύγκρουση. Ο ΕΣ είχε
καταφέρει να απαγκιστρώσει ισχυρές δυνάμεις από τον υπόλοιπο ελλαδικό
χώρο και να τις στρέψει προς τον Γράμμο και το Βίτσι, όπου βρίσκονταν
συγκεντρωμένος ο κύριος όγκος των ανταρτικών δυνάμεων. Εκεί βρίσκονταν
οι έδρες της «κυβέρνησης» των ανταρτών, του Γενικού Αρχηγείου του ΔΣΕ,
καθώς και του ΚΚΕ.
Σχέδιο επιχειρήσεων "Πυρσός"
Το σχέδιο των επιχειρήσεων του ΕΣ είχε την κωδική ονομασία «Πυρσός».
Προβλεπόταν να διεξαχθεί σε τρεις φάσεις. «Πυρσός Α΄» (2-8 Αυγούστου):
Στη φάση αυτή προβλέπονταν παραπλανητικές επιθέσεις στον Γράμμο, με
σκοπό να δημιουργηθεί η αίσθηση στον ΔΣΕ ότι εκεί θα εκδηλωνόταν η κύρια
επίθεση του αντιπάλου και να καθηλωθούν οι δυνάμεις του. «Πυρσός Β΄»
(10-16 Αυγούστου): Η φάση αυτή του σχεδίου προέβλεπε ότι η κύρια
ενέργεια του ΕΣ, μετά την εφαρμογή του «Πυρσός Α΄», θα εξελισσόταν στην
περιοχή του Βίτσι με σκοπό την κατάληψή της και την εξόντωση των
ανταρτών. «Πυρσός Γ΄» (24-30 Αυγούστου): Η φάση αυτή προέβλεπε
αποφασιστική ενέργεια στην περιοχή του Γράμμου, με σκοπό την κατάληψή
της και την εξολόθρευση των ανταρτικών δυνάμεων, καθώς και απόφραξη των
αλβανικών συνόρων, για να μην υπάρχει καμία διέξοδος στις δυνάμεις του
ΔΣΕ. Μετά το πέρας αυτών των δύο πρώτων φάσεων της επιχείρησης «Πυρσός»
όλα ήταν έτοιμα για τη διεξαγωγή της τρίτης και τελευταίας φάσης, με την
οποία πιστευόταν ότι θα δινόταν το τελειωτικό χτύπημα κατά του ΔΣΕ. Το
σχέδιο επιχειρήσεων του ΓΕΣ προέβλεπε ότι σε πρώτο χρόνο έπρεπε να
καταληφθεί ο βόρειος Γράμμος, με παράλληλη παρενόχληση του ΔΣΕ στον
νότιο Γράμμο, ενώ θα απαγορευόταν η διαφυγή των ανταρτών νοτίως του
Σαρανταπόρου προς την περιοχή της νότιας Πίνδου.
Σε δεύτερο χρόνο οι δυνάμεις του ΕΣ θα εξασφάλιζαν την κατοχή
του βόρειου Γράμμου, μέχρις ότου ολοκληρωθεί η εκκαθάριση της νότιας
περιοχής του ορεινού όγκου. Σε τρίτο χρόνο ο ΕΣ έπρεπε να
εξασφαλίσει το σύνολο του Γράμμου, να αποκαταστήσει την ακεραιότητα του
εθνικού εδάφους και να προβεί στη συστηματική εκκαθάριση του δασωμένου
και δυσπρόσιτου ορεινού όγκου του Γράμμου από υπολείμματα ανταρτικών
δυνάμεων. Η ηγεσία του ΓΕΣ πίστευε -σωστά όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια-
ότι με αυτό το σχέδιο θα έσπαγε η διάταξη των ανταρτικών δυνάμεων στο
κέντρο, με αποτέλεσμα οι τελευταίες να εξαναγκαστούν να εμπλακούν σε
μάχες φθοράς και να συγκεντρώσουν εκεί το σύνολο των εφεδρειών τους,
γεγονός που θα επέτρεπε την αποτελεσματικότερη δράση του πυροβολικού.
Από πλευράς ΔΣΕ, έτσι όπως είχε εξελιχθεί η κατάσταση, «νίκη» θα ήταν η
απόκρουση των δυνάμεων του ΕΣ και η πρόκληση μεγάλων απωλειών σε αυτόν,
ώστε στο τέλος να αναγκαστεί η ηγεσία του-ακριβώς λόγω των μεγάλων
απωλειών-να διατάξει τη διακοπή των επιχειρήσεων. Μια τέτοια εξέλιξη θα
επέτρεπε στον ΔΣΕ και κατ' επέκταση στο ΚΚΕ να διατηρήσει τις θέσεις του
στην περιοχή, ευελπιστώντας για κάτι καλύτερο στο μέλλον, που δεν θα
ήταν άλλο από τη διεθνή αναγνώριση της ανεξαρτησίας της περιοχής από τη
Σοβιετική Ένωση και τις υπόλοιπες κομμουνιστικές χώρες.
Το πόσο ουτοπική ήταν η επίτευξη αυτών των στόχων είναι πασιφανές. Οι
προοπτικές για τον καταπονημένο ΔΣΕ διαγράφονταν ζοφερές. Αυτό δεν
απέτρεψε τον Ζαχαριάδη από το ακόλουθο διάγγελμα: «
Ο εχθρός
συγκεντρώνεται στον Γράμμο για μια αποφασιστική αναμέτρηση. Στον Γράμμο
έχουμε όλες τις δυνατότητες να καταφέρουμε το θανάσιμο πλήγμα στον
εχθρό. Έχουμε αρκετές δυνάμεις και μέσα. Πιο πλεονεκτικό έδαφος. Στον
Γράμμο απέτυχε πάλι ο μοναρχοφασισμός. Στον Γράμμο φέτος του καταφέραμε
σοβαρό πλήγμα. Στον Γράμμο από τις 2 μέχρι τις 8 Αυγούστου έσπασε τα
μούτρα του. Έχουμε και την πείρα του Βίτσι και το σοβαρό μάτωμα που
προκαλέσαμε στον εχθρό στο Βίτσι. Εδώ μπορούμε και πρέπει να θάψουμε τον
μοναρχοφασισμό». Ξεχνούσε ο «σύντροφος» ότι σε αυτές τις κορυφές ο Ελληνικός Στρατός έγραψε ένδοξη ιστορία κατά το έπος του ΄40.
Από τις 24 έως τις 30 Αυγούστου η επιχείρηση «Πυρσός Γ΄» «έβαλε φωτιά» στον Γράμμο.
Μετά τις κατάλληλες προωθήσεις των μεραρχιών του ΕΣ στις 05.30 τις 25ης
Αυγούστου εξαπολύθηκε η κύρια επίθεση. Προς το μεσημέρι, έφθασε η
πληροφορία ότι είχε καταληφθεί το στρατηγικής σημασίας ύψωμα Τσάρνο.
Τότε ο Τσακαλώτος τσούγκρισε ένα ποτήρι κρασί με τον επιτελάρχη του
υποστράτηγο Κετσέα φωνάζοντας: «Ζήτω το Έθνος!». Οι δυνάμεις βεβαίως
του Εθνικού Στρατού αντιμετώπισαν και πολύ σοβαρές δυσκολίες από τη
μορφολογία του εδάφους, την πληθώρα των ναρκοπεδίων, την καλά οργανωμένη
αμυντική οχύρωση και την αποφασιστική άμυνα που αντέταξε ο ΔΣΕ. Όμως η
επιμονή των ανδρών του ΕΣ και η αριθμητική τους υπεροχή δεν έδινε καμία
πιθανότητα στους αντάρτες για αναχαίτιση. Στα πλαίσια αυτά οι
επιτιθέμενοι ξεπέρασαν τις δυσκολίες και με τολμηρές ενέργειες πέτυχαν
τους στόχους τους.
Κρίσιμη ημέρα της μάχης υπήρξε αναμφίβολα η 27η Αυγούστου. Τότε η
9ηΜεραρχία ολοκλήρωσε με επιτυχία τον ελιγμό που επιχείρησε,
καταλαμβάνοντας τη διάβαση Πόρτα Οσμάν (η οποία μέχρι τότε αποτελούσε
την πιο σημαντική δίοδο των ανταρτών με την Αλβανία) και εμποδίζοντας με
τον τρόπο αυτό κάθε προσπάθεια διαφυγής τους προς τη γειτονική
χώρα-μέχρι τότε απέμενε υπό τον έλεγχο του ΔΣΕ μόνο η δευτερεύουσας
σημασίας διάβαση του αυχένα της Μπάρας. Η ηγεσία των ανταρτών
αντιλήφθηκε τον μεγάλο κίνδυνο που αντιμετώπιζε, δηλαδή αυτόν της
παγίδευσης του συνόλου των δυνάμεων της.
Αμέσως συνεδρίασε το
Πολιτικό Γραφείο της ΚΕ του ΚΚΕ και αποφάσισε την διαφυγή του ΔΣΕ- μέσω
Μπάρας-στην Αλβανία, κάτι που τελικά πραγματοποιήθηκε (όχι για το σύνολο
των δυνάμεων) κυριολεκτικά την τελευταία στιγμή. 40.000 περίπου
αντάρτες του Δημοκρατικού Στρατού κατέφυγαν στις Ανατολικές χώρες.
Το βράδυ της 27ης Αυγούστου τμήματα της 9ηςΜεραρχίας άναψαν τεράστιες
φωτιές κατά μήκος των ελληνοαλβανικών συνόρων για να σημάνουν τη νίκη
του Εθνικού Στρατού και την ουσιαστική έξοδο της πολύπαθης χώρας από την
τρίχρονη δοκιμασία. Η επίσημη λήξη των εχθροπραξιών σημειώθηκε στις 16
Οκτωβρίου 1949 όταν ο Μήτσος Παρτσαλίδης πρόεδρος της «Προσωρινής
Δημοκρατικής Κυβέρνησης» μιλώντας σε εκπομπή του ραδιοφωνικού σταθμού
«Ελεύθερη Ελλάδα» που έδρευε στη Σόφια ανακοίνωνε ότι «
Ο ΔΣΕ δεν
κατέθεσε τα όπλα, μα μονάχα τα έθεσε παρά πόδας. Υποχώρησε μπροστά στην
τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού. Μα ο ΔΣΕ δεν συντρίφθηκε.
Παραμένει ισχυρός και με ακέραιες τις δυνάμεις του. Γελιούνται θανάσιμα
όσοι φαντάζονται ότι δεν υπάρχει πια ΔΣΕ. Σταμάτησε την αιματοχυσία για
να σώσει την Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση». Αυτό το οποίο δεν αναρωτήθηκε ο Παρτσαλίδης ήταν από πού προήλθε η «τεράστια υπεροχή του μοναρχοφασισμού».
Είναι σαφές ότι οι αναίτιες επιθέσεις του ΕΛΑΣ σε όλες τις μη Εαμικές
αντιστασιακές οργανώσεις ήδη από το 1943, η αιματοχυσία στην
Πελοπόννησο το φθινόπωρο του 1944 και στην Αθήνα τον τραγικό Δεκέμβριο
του ίδιου χρόνου, το δράμα των χιλιάδων συλληφθέντων ανά την επικράτεια
από τους αντάρτες, η συστράτευση με τους «Σλαβομακεδόνες», οι επιδρομές
του ΔΣΕ σε χωριά και οι επιθέσεις στις πόλεις, την περίοδο 1946-49, οι
οποίες συνοδεύονταν από ποικίλα έκτροπα, καθώς και το τραγικό
παιδομάζωμα είχαν προκαλέσει μια άνευ προηγουμένου συσπείρωση όλων των
μη κομμουνιστικών δυνάμεων της χώρας. Δυνάμεων που μέχρι πριν από λίγα
χρόνια στην κυριολεξία αλληλοσπαράζονταν (βλέπε
βασιλικοί-βενιζελικοί). Τελικά το ΚΚΕ πέτυχε το ακατόρθωτο. Να
τοποθετήσει στο ίδιο χαράκωμα απέναντί του από τον σκληροπυρηνικό
βασιλικό μέχρι τον τροτσκιστή. Απορίες προκαλεί επίσης η τελευταία
πρόταση του Παρτσαλίδη «Σταμάτησε την αιματοχυσία για να σώσει την
Ελλάδα από την ολοκληρωτική εκμηδένιση». Μάλλον λησμόνησε ότι γύρω στο
30% των μαχητών του ΔΣΕ («Σλαβομακεδόνες») μάχονταν για την απόσπαση της
Μακεδονίας από τον εθνικό κορμό, υπό τις ευλογίες της ηγεσίας του ΚΚΕ
φυσικά!
Η επιτυχής για τον Εθνικό Στρατό διεξαγωγή της επιχείρησης
«Πυρσός Γ΄» σήμανε το ουσιαστικό τέλος των αντιανταρτικών επιχειρήσεων. Στην κατάληξη αυτή συνέβαλαν αποφασιστικά οι παρακάτω παράγοντες:
Η ικανή και στιβαρή ηγεσία του ΕΣ, η οποία εκπόνησε και εφάρμοσε,
χωρίς επεμβάσεις από πολιτικά πρόσωπα, το σχέδιο επιχειρήσεων. Το πολύ
υψηλό ηθικό των στρατιωτών του ΕΣ, οι οποίοι είχαν συνειδητοποιήσει ότι ο
εχθρός ήταν εγκλωβισμένος και η πολυπόθητη νίκη ήταν πλέον πολύ
κοντά. Η άριστη εκπαίδευση, η αριθμητική υπεροχή (αν και αυτή πολλές
φορές δεν έπαιζε κανένα ρόλο εξαιτίας των εξαιρετικά δυσπρόσιτων και
άριστα οργανωμένων αμυντικών θέσεων των ανταρτών) και ο πλήρης
εφοδιασμός με κάθε είδους υλικό των δυνάμεων του Ε.Σ. Ο αιφνιδιασμός των
δυνάμεων του ΔΣΕ, κυρίως με τη διενέργεια του ελιγμού κατά μήκος των
ελληνοαλβανικών συνόρων από την 9η Μεραρχία. Τα σοβαρά εσωτερικά
πολιτικά και στρατιωτικά προβλήματα που ελλόχευαν στους κόλπους του ΔΣΕ
και του ΚΚΕ (προσπάθεια μετατροπής του αντάρτικου στρατού σε τακτικό.
Απομάκρυνση του Μάρκου Βαφειάδη από τη στρατιωτική ηγεσία του ΔΣΕ.
Ανάληψη της στρατιωτικής ηγεσίας από τον «άκαπνο» Νίκο Ζαχαριάδη.
Κλείσιμο γιουγκοσλαβικών συνόρων. Διάσταση μεταξύ πολιτικών επιτρόπων
του ΚΚΕ και μονίμων αξιωματικών του ΔΣΕ).
Σήμερα, 67 ακριβώς χρόνια μετά την λήξη της επιχείρησης «Πυρσός»,
οι εναπομείναντες βετεράνοι του ΕΣ νοιώθουν ηττημένοι και προδομένοι. Σταδιακά
η πολιτεία, πιεζόμενη από την αριστερή παραφιλολογία και κυριαρχία,
τους ξέχασε και τους αποκαθήλωσε από τη θέση που είχαν κερδίσει με το
αίμα τους, δίπλα σε εκείνη των ηρώων του 1940 (πολλοί άλλωστε ήταν οι
ίδιοι άνθρωποι).
Έφτασε μάλιστα στο σημείο να τους
δαιμονοποιήσει και να χαρακτηρίσει τα μνημόσυνα προς τιμήν των πεσόντων
συμπολεμιστών τους ως «γιορτές μίσους». Φυσικά δεν τόλμησε να
χαρακτηρίσει έτσι τις εκδηλώσεις που λαμβάνουν χώρα από τους βετεράνους
του ΔΣΕ, υπό την αιγίδα του ΚΚΕ. Η προπαγάνδα τους είναι
συνεχής και διαστρεβλώνουν την αλήθεια με θράσος, πάντα με τη βοήθεια
της προδοτικής «δεξιάς».
Πόσοι γνωρίζουν ότι, το 1989 η ΝΔ και ο
Σαμαράς με το υπ΄αριθμόν 204 ΦΕΚ άλλαξαν τους όρους "Συμμορίτες" σε
"Δημοκρατικό Στρατό" και "Συμμοριτοπόλεμο" σε "Εμφύλιο";
Ποιος μπορεί επίσης να ξεχάσει το έγκλημα που συνιστά τη μεγαλύτερη
ντροπή, το μεγαλύτερο αίσχος του Συμμοριτοπολέμου, το
ΠΑΙΔΟΜΑΖΩΜΑ; 28.000 παιδιά άρπαξαν με τη βία οι Συμμορίτες από τις
αγκαλιές των μανάδων τους, ως άλλοι τούρκοι Κατακτητές, και τα έστειλαν
στις Κομμουνιστικές χώρες, στην Αλβανία, στη Γιουγκοσλαβία,
στη Βουλγαρία «για να σωθούν, να προστατευθούν». Από ποιον να «σωθούν»;
Από τους ίδιους τους γονείς; Είχαν στο νου τους να φτιάξουν νέο στρατό
γενιτσάρων, που θα στρεφόταν ενάντια στην ίδια του την Πατρίδα. Πρέπει
να είμαστε υπερήφανοι γι΄αυτούς που έπεσαν στη μάχη αυτή της Ελευθερίας.
Την αγάπη της ζωής τη θεμελιώνει της Ελευθερίας η αγάπη. «Οι Μαραθώνες
γεννούν τους Παρθενώνες», έλεγε ο Κωστής Παλαμάς. «Στα τρεις χιλιάδες
χρόνια εξέλιξης της ανθρωπότητας αποδείχθηκε δύσκολο να γεννηθούν νέοι
Παρθενώνες.
Η επανάληψη όμως των νέων Μαραθώνων διατηρεί ζωντανή την ελπίδα ότι θα έλθει κάποτε και η ώρα των νέων Παρθενώνων».