Ἄλλο ἕνα δείγμα τοῦ διαφημιζομένου «Ἠθικοῦ Πλεονεκτήματος» καὶ τῶν «Ἀγώνων» τῆς Ἀριστεράς!
29 Ἰουλίου – 1 Αὐγούστου 1944. ΕΛΑΣ καὶ ΟΠΛΑ ἔσφαξαν 83 κατοίκους – ἄνδρες, γυναῖκες καὶ παιδιά(!)- ἐκ τῶν ὁποίων τοὺς 63 τοὺς
ἔριξαν, πολλοὺς ἀκόμη ζωνταντούς, σὲ ξεροπήγαδο πλησίον τῆς Μονῆς Ἀγνοῦντος, στὴν Ἐπίδαυρο.
Στὸ χωριὸ ἔκαναν ὁλικὸ πλιάτσικο τῶν πάντων!!!
Τὸ μεγαλοχώρι Ἀραχναῖο (Χέλι), λόγῳ τῆς γεωγραφικῆς του θέσεως, εἶχε μεταβληθῇ στὴν Κατοχὴ σὲ ἄνδρον τῆς Κόκκινης Τρομοκρατίας.
Τὸ
μοναστήρι του εἶχε γίνῃ Στρατόπεδον Κρατουμένων τοῦ ΕΑΜ καὶ στὸ χωριὸ
ἔμεναν καὶ καλοπερνοῦσαν ΕΑΜίτες ἀπὸ τὸ Ναύπλιο κι ἄλλα μέρη.
Οἱ
ὑπεύθυνοι τοῦ στρατοπέδουν εἶχαν καὶ μίαν ἰδιαιτερότητα: Πρὶν ἐκτελέσουν
κάποιο θῦμα τους, τὸ πήγαιναν στὸ χωριὸ καὶ ζητοῦσαν ἀπὸ κάποιον
τυχαῖον κάτοικό του, νὰ τὸ βασανίσῃ.
Συχνὰ ἐστάθμευαν στὸ Χέλι κι ἀντάρτες τοῦ ΕΛΑΣ.
Ἀποτέλεσμα
αὐτῶν ἦταν τὸ χωριὸ νὰ στοχοποιηθῇ ἀπὸ τοὺς Γερμανοὺς καὶ στὶς
ἐκκαθαριστικὲς ἐπιχειρήσεις τοῦ Μαΐου 1944, τὸ Ἀραχναῖον ἐπλήρωσε μὲ 29
ἀθῴα θύματα.
Γιὰ νὰ
σταματήσουν τὶς ἐκτελέσεις οἱ Γερμανοί, ποὺ κρατοῦσαν τοὺς κατοίκους
κλεισμένους στὸ σχολεῖο, πενῆντα περίπου κάτοικοι ὑπεσχέθησαν νὰ
ὁπλισθοῦν ἀπὸ τὸ Τάγμα Ἀσφαλείας Ναυπλίου καὶ νὰ μὴν ἐπιτρέψουν
ἐπιστροφὴ τῶν ἀνταρτῶν στὸ χωριό τους. Ὁπλίσθηκαν καὶ προέβησαν καὶ σὲ
κάποιες ἄμυαλες καὶ προβοκατόρικες πράξεις.
Ὁ ΕΛΑΣ
Κορινθίας ἔστειλε ἐναντίον τους ἕναν λόχο ἀπὸ 100-12 ἀντάρτες, ἀλλὰ καὶ
ἄλλους τόσους ἄνδρες τῆς ΟΠΛΑ. Μαζύ τους ἔστειλε καὶ πλιατσικολόγους
τοῦ ἐφεδρικοῦ ΕΛΑΣ ἀπὸ τὰ γύρω χωριά, σὲ ἐπιχείρηση τιμωρίας τοῦ
Ἀραχναίου.
Ἀκολουθοῦν
ἀποσπάσματα ἀπὸ τὴν λεπτομερὴ περιγραφὴ τῆς τραγῳδίας στὸ βιβλίο μου:
«ΑΘΩΩΝ ΑΙΜΑ, «Ἐλεύθερος Μωριάς» 1943-44», Τόμος Β΄.
«Ἡ
ἐπιχείρησις «τιμωρίας» τῶν Ἀραχναιωτῶν ξεκίνησε μὲ τὸ ξημέρωμα τῆς 29ης
Ἰουλίου 1944, δύο ἡμέρες μετὰ τὴν ἑορτὴ τοῦ Ἁγίου Παντελεήμονος, ποὺ
ἑορτάζεται στὸ χωριό.
Ἡ ἐπίθεσις τοῦ ΕΛΑΣ γρήγορα κατέβαλε το]τς 50-60 ἐνόπλους τοῦ χωριοῦ.
Οἱ περισσότεροι ἐξ αὐτῶν, ἀξιολόγησαν σωστᾶ τὴν κατάσταση καὶ ἐτράπησαν σὲ φυγή, πρὶν νὰ τελειώσουν τὰ λίγα πυρομαχικά.
Οἱ
ἀθῶοι κάτοικοι τοῦ χωριοῦ ἐγκατελείφθησαν πάλι στὴν τύχη τους νὰ
ἀντιμετωπίσουν τὸν ΕΛΑΣ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ νωρίτερα ἀφέθησαν ἀπὸ τοὺς
ἀντάρτες νὰ ἀντιμετωπίσουν τοὺς Γερμανούς.
Οἱ
ἀντάρτες ἔδειξαν γρήγορα τὶς ἄγριες διαθέσεις τους. Τὰ δύο πρῶτα σπίτια
ποὺ συνήντησαν, μπαίνοντας ἀπὸ τὸν δρόμο τοῦ Ναυπλίου, τὰ παρέδωσαν στὶς
φλόγες.
Στὸ
πρῶτο, τῆς οἰκογενείας Ζαφείρη, ἐδολοφόνησαν ἐν ψυχρῷ τὸ ζευγάρι τῶν
ἰδιοκτητῶν, ἐνῶ χάρησαν τὴν ζωὴ στὰ δύο μωρὰ παιδιά τους.
Στὸ
δεύτερο σπίτι ἔκαψαν ζωντανοὺς ὀκτὼ ἀνθρώπους -ἕναν ἄνδρα, 6 γυναῖκες
καὶ κορίτσια κι ἕνα βρέφος τῆς οἰκογενείας Δεδεμπίλη- ποὺ εἶχαν καταφύγῃ
στὸ ὑπόγειο νὰ κρυφθοῦν.
Τοὐλάχιστον
50 ἀκόμη σπίτια παρεδόθησαν στὶς φλόγες καὶ δέκα ἄοπλοι, ποὺ εὑρέθησαν
στὸν δρόμο τῶν ἀνταρτῶν, ἐδολοφονήθησαν ἐν ψυχρῷ, χωρὶς καμμίαν
διαπίστωση ἐνοχῆς.
Ὅλοι
οἱ κάτοικοι ποὺ δὲν εἶχαν διαφύγῃ συγκεντρώθησαν στὸό σχολεῖο, ἐκεῖ ποὺ
τοὺς εἶχαν κλείσῃ καὶ οἱ Γερμανοὶ δύο μῆνες νωρίτερα.
Στὸ σχολεῖο ἐδολοφόνησαν μὲ κτηνώδη τρόπο τὸν Σωτήρη Ἀν. Τζαρίμα, μπροστὰ σ᾽ὅλους τοὺς συγκεντρωμένους κατοί¬κους τοῦ χωριοῦ.
Όπως τὸ εἶδε ὀκτάχρονο παιδί:
«…Τὸν
εἶχαν πιάσῃ δύο ἀντάρτες καὶ τὸν κτυποῦσαν ὁ ἕνας ἀπὸ τὸ ἕνα μέρος καί ὁ
ἄλλος ἀπὸ τὸ ἄλλο. Καὶ οἱ δύο τους κρατοῦσαν στὸ ἕνα τους χέρι ἀπὸ ἕνα
μεγάλο μαχαίρι, μυτερὸ καὶ κοφτερὸ καὶ τὴν ὥρα ποὺ τὸν κτυποῦσαν, ὅπως
ἔγειρε τὸ πρόσωπό του ὁ Τζαρίμας γιὰ νὰ προφυλαχθῇ ἀπὸ τὸν ἕναν ποὺ τὸν
κτυποῦσε, τότε ὁ ἄλλος, μὲ πραγματικὴ μανία τοῦ βύθισε τὸ μαχαίρι στὸν
λαιμό, ἔτσι ποὺ μοῦ φάνηκε ὅτι ὁλόκληρο τὸ χέρι τοῦ ἀντάρτη χώθηκε μέσα
στὸν λαιμὸ τοῦ θύματος.
Ἕνας ῥόγχος ἀκούσθηκε καὶ ὁ ἄνθρωπος σωριάσθηκε στὸ ἔδαφος σφαδάζοντας μέχρι ποὺ ξεψύχησε».
Ὁ
καπετάνιος τῶν ἀνταρτῶν τοῦ ΕΛΑΣ, ὁ καπετὰν Τζαμιᾶς, ἀνεκοίνωσε στοὺς
τρομοκρατημένους κατοίκους ὅτι ἄν παρουσίαζαν ὀκτὼ συγκεκριμένους
συγχωριανούς τους – τέσσερεις ἄνδρες καὶ τέσσερεις γυναῖκες- τοὺς
ὁποίους οἱ ἀντάρτες θεωροῦσαν ἀρχηγοὺς τῆς κινήσεως ἐναντίον τοῦ
ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, θὰ ἄφηναν ὅλους τοὺς ἄλλους ἐλευθέρους. Φυσικά, οἱ ὀκτὼ
καταζητούμενοι εἶχαν διαφύγῃ ἀπὸ τὸ χωριὸ καὶ ἐκεῖνοι ποὺ εἶχαν
παραμείνῃ δὲν εἶχαν τρόπο οὔτε νὰ τοὺς βροῦν, μὰ οὔτε καὶ νὰ τοὺς
πείσουν νὰ παρουσιασθοῦν στὸν ΕΛΑΣ.
Ἔτσι
οἱ ἀντάρτες ξέσπασαν ἐπάνω σ᾽ ἐκείνους ποὺ παρέμειναν στὸ χωριό, παρὰ τὸ
γεγονὸς ὅτι, μ᾽ αὐτὰ ποὺ τοὺς εἶπαν, ἀνεγνώριζαν ὅτι ἦσαν ἀθῶοι!
Μετὰ
ἀπ᾽ αὐτό, οἱ ἀντάρτες ἐπεδόθησαν ἀποκλειστικὰ στὴν λεηλασία ὅσων σπιτιῶν
τοῦ Ἀραχναίου δὲν εἶχαν κάψῃ, καὶ τὰ ἄδειασαν ἀπὸ ὁ,τιδήποτε εἶχε ἀξία.
Φόρτωσαν μὲ πλιάτσικο γύρω στὰ 200 μουλάρια καὶ ἄλογα, κλεμμένα καὶ
αὐτὰ ἀπὸ τὰ σπιτικὰ τοῦ κουρσεμένου χωριοῦ.
Πῆραν
ῥοῦχα καὶ προῖκες κοριτσιῶν, τυριά, λάδι, σιτάρι, καπνὸ(σ.σ. τὸ Ἀραχναῖο
παρήγαγε καπνά) καὶ ὅ,τι ἄλλο χρήσιμο μποροῦσαν νὰ μεταφέρουν.» […}
«..Ἀντάρτες
καὶ σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ ἀπὸ τὴν γύρω περιοχή, κυρίως ἀπὸ τὶς Λίμνες καὶ
τὴν Μιδέα, ξεχώρισαν γιὰ περαιτέρω κράτηση 64 ἄτομα, 52 ἄνδρες, 9
γυναῖκες καὶ 3 παιδιά. Τοὺς ὑπολοίπους τοὺς ἐλευθέρωσαν.
Αὐτοὺς
τοὺς 64 τοὺς ἔδεσαν μὲ σχοινιὰ ἤ καλώδια στὰ χέρια καὶ στὰ πόδια, καὶ
ἔτσι δεμένους τοὺς παρέδωσαν σὲ μίαν μικρὴ ὁμάδα ἀνταρτῶν καὶ σφαγέων
τῆς ΟΠΛΑ. […] Ἔκαναν μία στάση κοντὰ σ᾽ ἕνα πηγάδι, στὸν οἰκισμὸ
Πηλιαρό, γιὰ νὰ ξεκουρασθοῦν οἱ συνοδοὶ καὶ νὰ πιοῦν νερό, χωρὶς ὅμως νὰ
προσφέρουν στοὺς κρατουμένους. […] Ἔφθασαν ἐκεῖ τὶς βραδυνὲς ὧρες καὶ
κατέλυσαν ἔξω ἀπὸ τὴν ἐκκλησία τοῦ Ἁγίου Λεωνίδη στὴν Νέα Ἐπίδαυρο. Ἐκεῖ
ξενύκτησαν, ἔμειναν ὁλόκληρη τὴν ἑπομένη ἡμέρα καὶ τὴν ἑπομένη νύκτα,
30 πρὸς 31 Ἰουλίου.
[…]
Τὸ
βράδυ τῆς 30ης Ἰουλίου, οἱ συνοδοὶ τῆς ΟΠΛΑ πῆραν δύο νεαρὰ παιδιά, ἀπὸ
τοὺς παλαιοὺς κρατουμένους τῆς Νέας Ἐπιδαύρου καὶ τὰ ἔσφαξαν σὲ μικρὴ
ἀπόσταση ἀπὸ τοὺς ὑπολοίπους κρατουμένους. Τὸ πρωΐ τῆς 31ης Ἰουλίου,
ὅλοι οἱ κρατούμενοι ξεκίνησαν πάλι, μὲ κατεύθυνση βόρεια, πρὸς τὸ
Σοφικό. […]
Ξημερώματα
τῆς ἑπομένης ἡμέρας, τῆς 1ης Αὐγούστου 1944, 60 ἀπὸ τοὺς 64
κρατουμένους ποὺ ξεκίνησαν ἀπὸ τὸ Ἀραχναῖο, ἔφθασαν στὴν τοποθεσία
Ἀγνάντα, κοντὰ στὸ Μοναστήρι τῆς Ἁγνούντας τῆς Νέας Ἐπιδαύρου.
Γιὰ
ἀγνώστους λόγους οἱ ἀντάρτες εἶχαν ἀκολουθήσῃ μὲ τοὺς κρατουμένους μίαν
κυκλικὴ διαδρομή, ἀντὶ νὰ τοὺς ὁδηγήσουν ἐκεῖ ἀπ᾽ εὐθείας ἀπὸ τὸ
Ἀραχναῖο, διανύοντας τὸ ἕνα τρίτο τῆς διαδρομῆς.
Ἀπὸ
τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὴν ταλαιπωρία τῆς πορείας δεμένοι στὰ χέρια καὶ
στὰ πόδια, τρεῖς ἡλικιωμένοι Χελιῶτες κρατούμενοι λιποθύμησαν στὴν
διαδρομὴ μεταξὺ Νέας Ἐπιδαύρου καὶ Ἀγνάντας.
Οἱ συνοδοὶ τῆς ΟΠΛΑ τοὺς ἔσφαξαν ἐκεῖ ποὺ ἔπεσαν, μέσα στὶς ἐλιὲς καὶ τοὺς ἐγκατέλειψαν ἀτάφους». […]
«Ἕνας
μάλιστα ἀπὸ τοὺς συνοδούς/σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ, ὁ Ἀνάργυρος Τσιρίκης ἀπὸ τὴν
Ἀρχαία Κόρινθο, μαζὺ μὲ ὅλα τὰ ἄλλα «φυσεκλίκια» ποὺ ἔφερε ἐπάνω του,
εἶχε καὶ μίαν ὑπερμεγέθη ξιφολόγχη.
Σ᾽
αὐτὸ τὸ τελευταῖο σκέλος τῆς πορείας, ἀπὸ τὴν Νέα Ἐπίδαυρο μέχρι τὴν
Ἀγνάντα, χρησιμοποιοῦσε τὴν ξιφολόγχη του γιὰ νὰ τρυπᾷ τὰ ὀπίσθια τῶν
γυναικῶν ποὺ βραδυποροῦσαν.» […]
«Οἱ
συνοδοὶ ἄρχισαν νὰ ὁδηγοῦν κοντὰ στὸ ξεροπήγαδο 2-4 κρατουμένους κάθε
φορά, μὲ τὸ σύνηθες πρόσχημα ὅτι τοὺς πηγαίνουν γιὰ ἀνάκριση. Οὐδεὶς
ὅμως ἐπέστρεφε, πρὶν πάρουν τὶς ἑπόμενες ὁμάδες.
Ὅταν
ἔφθαναν στὸ ξεροπήγαδο, 2-3 σφαγεῖς ποὺ τοὺς περίμεναν ἐκεῖ, τοὺς
κτυποῦσαν μὲ μαχαίρια στὸν λαιμὸ πρὶν τοὺς ῥίξουν μέσα, νεκροὺς ἤ ἁπλᾶ
τραυματισμένους καὶ σοκαρισμένους!»
«Λέει ἡ Μ.Π. ἀπὸ τὸ Σοφικὸ γιὰ τὰ μέλη τῆς ΟΠΛΑ τοῦ χωριοῦ της:
«…Ἦταν
καὶ ἕνας Σωτήρης Πιπίνης τοῦ Μιχάλη, κι αὐτὸς ἦταν ἐγκληματίας, ἔσφαζε.
Εἴχαν πάῃ μίαν φορὰ στὴν Ἀγνάντα καὶ ἔσφαξαν πολλοὺς καὶ κουράστηκαν.
Μοῦ τὸ εἶχε πῇ ὁ ἐξάδελφός του ὁ Παναγιώτης Πιπίνης: – «Κουρασθήκαμε νὰ
σφάζουμε καὶ στὸ τέλος τοὺς δίναμε μιὰ σπρωξιὰ καὶ τοὺς ῥίχναμε σ’ ἕνα
γκρεμό, ὅπως ἦταν μισοζώντανοι!».
Οἱ
βάρβαροι σφαγεῖς τῆς ΟΠΛΑ δὲν λύγισαν ἐμπρὸς στὶς οἰμωγὲς καὶ τὰ κλάματα
κανενὸς θύματος. Μικρὰ παιδιά, ἔγκυες γυναῖκες καὶ ἑβδομηντάρηδες
ἄνδρες, ὅλοι ἐσφάγησαν.
Μόνον ἕνα ὀκτάχρονο ἀγόρι χώρισαν ἀπὸ τὴν μητέρα του πρὶν τὴν σφάξουν καὶ τοῦ ἔλεγαν νὰ φύγῃ.
Ἀλλὰ ἕνα μικρὸ παιδί, μέσα στὴν νύκτα καὶ σὲ ἄγνωστο μέρος, ποῦ νά πήγαινε;
Τρομαγμένο τὸ παιδί, ὁ Κωνσταντῖνος Δημ. Μπέλεσης, συνέχισε νὰ κλαίῃ καὶ νὰ καλῇ τὴν μετέρα του.
Οἱ σφαγεῖς τελικὰ τὸ «ἔστειλαν» κι αὐτὸ νὰ τὴν βρῇ στὸ ξεροπήγαδο!
[…] Τὸ
γεγονὸς ὅτι ὅλοι ἐσφάγησαν καὶ δὲν ἐκτελέσθηκαν μὲ ὅπλα διεπιστώθη ἀπὸ
τοὺς ἰατροὺς ποὺ ἐξήτασαν ὅλα τὰ πτώματα τὸν Ἰούλιο τοῦ 1945, ποὺ ἔγινε ἡ
ἀνάσυρσις τῶν θυμάτων ἀπὸ τὸ ξεροπήγαδο.
Ἡ ὑγρασία εἶχε διατηρήσῃ τὰ θύματα σὲ κατάσταση ποὺ ἐπέτρεψε τὴν ἀναγνώριση ὅλων ἀπὸ τοὺς συγγενεῖς τους.
Ὅλα τὰ θύματα ἔφεραν μαχαιριὲς μόνον στὸν λαιμό. Ὅλων τὰ χέρια ἦσαν δεμένα πίσω, ἐνῶ μερικῶν ἦταν δεμένα καὶ τὰ πόδια.
Οἱ ἐκταφεῖς εἶδαν καὶ κάτι ἀσυνήθιστο γιὰ θύματα τῆς ΟΠΛΑ.
Ὅλοι φοροῦσαν τὰ ῥοῦχα τους καὶ εἶχαν μαζύ τους τὰ προσωπικά τους ἀντικείμενα (δακτυλίδια, σταυρούς, ὡρολόγια, χρήματα, κ.λ.π.).
Μπουγᾶς Ἰωάννης
filonoi.gr ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου