Εδώ, βρήκαν μαρτυρικό θάνατο χιλιάδες άνθρωποι που το μόνο τους «έγκλημα» ήταν ότι δεν θέλησαν να γίνουν
κομμουνιστές και να προδώσουν την πατρίδα και τη θρησκεία τους. Από όλη
σχεδόν την Β.Πελοπόννησο, πήραν το δρόμο του μαρτυρίου προς τον Φενεό,
όπου τα βασανισμένα σώματά τους ρίχτηκαν στο εκεί βάραθρο ή
κατασπαράχτηκαν από τα αγρίμια, στις πλαγιές και τις χαράδρες του
Κακοβουνίου. Ένα ασύλληπτο δράμα, μια φρικτή γενοκτονία που μόνο
υπάνθρωποι γεμάτοι μίσος προς την ίδια τη Ζωή μπορούσαν να φανταστούν
και να πραγματοποιήσουν. Μαύρες ψυχές τεράτων, που στο όνομα «ενός
καλύτερου κόσμου» βασάνισαν, βίασαν, κατακρεούργησαν άνδρες, γυναίκες,
παιδιά, βρέφη.
Η ΘΗΡΙΩΔΙΑ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Οι πρώτοι Εαμοελασίτες θα εμφανιστούν στο οροπέδιο του Φενεού, την
άνοιξη του 1943. Οι κάτοικοι στην αρχή θα τους υποδεχτούν πανηγυρικά,
γρήγορα όμως θα καταλάβουν τις προθέσεις τους. Βοσκοί και αγρότες, θα
αρχίσουν να βλέπουν ανθρώπους, Έλληνες, που οι Ελασίτες τους είχαν ως
κρατουμένους, να δέρνονται άγρια και να σφαγιάζονται απάνθρωπα. Και όταν
κάποιοι τόλμησαν να διαμαρτυρηθούν, βρήκαν την ίδια τύχη.
Από τότε, τρόμος και απελπισία κυρίευσε τις καρδιές όλων. Η ζωή και η
περιουσία τους, ανήκε πλέον στις διαθέσεις του κάθε αγροίκου ελασίτη,
του κάθε σαδιστή οπλατζή.
Καθημερινά, μπουλούκια ανθρώπων καταφθάνουν συνοδεία οπλοφόρων του
ΕΛΑΣ και της ΟΠΛΑ. Κανείς δεν ξέρει ποιοί είναι, από πού έρχονται, ούτε
για ποιό λόγο είναι κρατούμενοι. Μεταφέρονται στη Μονή Αγ.Γεωργίου, η
οποία αφού ήδη έχει «απελευθερωθεί» από τους μοναχούς- τους σφαγίασαν-,
χρησιμοποιείται πλέον ως στρατόπεδο συγκεντρώσεως. Στα ανήλια υπόγεια
του μοναστηριού θα διαδραματιστούν αμέτρητες ιστορίες φρίκης.
Τα σώματα των μαρτύρων πετάγονται στις παρακείμενες χαράδρες όπου
γίνονται βορά των αγριμιών. Σκυλιά περιφέρονται έχοντας στα σαγόνια τους
χέρια, πόδια, σπλάχνα ανθρώπων. Όταν η δυσοσμία και η σήψη στην περιοχή
θα γίνουν ανυπόφορες, τη λύση θα δώσει ο –καταραμένος- Παναγάκης
Οικονομόπουλος, κάτοικος του χωριού Φονιάς, όταν θα ανακαλύψει κοντά
στην κορυφή του Κακοβουνίου ένα πολύ βαθύ βάραθρο. Από τότε, ο δρόμος
από τη Μονή ως το Βάραθρο θα γίνει ο Γολγοθάς αμέτρητων βασανισμένων
ανθρώπων.
Ο ΓΟΛΓΟΘΑΣ ΠΡΟΣ ΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Από τα κελλιά του μοναστηριού, κάθε βράδυ ξεκινάνε δεκάδες
τυραννισμένοι άνθρωποι. Δεν πρόκειται να επιστρέψουν. Θα γυρίσουν μόνο
τα ματωμένα ρούχα τους, για να τα πλύνουν οι επόμενοι
μελλοθάνατοι. Δαρμένοι, νηστικοί και διψασμένοι, με τα χέρια δεμένα πίσω
από τις πλάτες, βαδίζουν. Άντρες, γυναίκες με τα μωρά στην αγκαλιά,
γέροι, παιδάκια. Προχωράνε προς τον Θάνατο. Ένα θάνατο άδικο, παράλογο,
ακατανόητο. Γύρω τους, σαν λυσσασμένοι λύκοι, οι κομμουνιστές. Με
βλοσυρές ματιές, με άγριες κουβέντες. Με βλαστήμιες και απειλές.
Χτυπώντας τους με τους υποκόπανους των όπλων, τραβώντας και ξεριζώνοντας
τους τα μαλλιά. Όταν φτάνουν κοντά στο βάραθρο, σταματούν. Τους λένε
ότι θα τους πάνε για ανάκριση και τους παίρνουν ανά δύο. Τους μεταφέρουν
μπροστά στο φοβερό βάραθρο.
ΣΤΟ ΒΑΡΑΘΡΟ
Εκεί τους περιμένουν οι σφαγείς, κρατώντας τα σύνεργα τους.
Βρίζοντας, χλευάζοντας και ουρλιάζοντας, τους καρφώνουν πολλές φορές με
τα μαχαίρια τα σώματα τους, τους κόβουν τους λαιμούς, τους χτυπάνε με
τον κωδωνοκρούστη της καμπάνας του μοναστηριού. Έπειτα, αρπάζουν τα
σφαδάζοντα κορμιά τους και τα πετάνε στην φοβερή τρύπα. Αυτό γίνεται
κάθε βράδυ, για μήνες. Το αίμα στο χείλος του βαράθρου έχει πιάσει
κρούστα, το ίδιο και οι πιτσιλιές στους γύρω βράχους. Ο πυθμένας έχει
γεμίσει με πτώματα. Έτσι, όταν πέφτουν οι καινούργιοι σφαγμένοι, δεν
σκοτώνονται από την πρόσκρουση. Συνέρχονται και βρίσκουν αργό, εφιαλτικό
θάνατο ανάμεσα στα λείψανα και τους σκελετούς των προηγουμένων. Οι
κραυγές τους για σωτηρία δεν φέρνουν αποτέλεσμα, αφού τα σκοινιά που
ρίχνονται από κάποιους γενναίους χωρικούς, δεν μπορούν να τα πιάσουν με
τα χέρια δεμένα. Τα ουρλιαχτά και οι θρήνοι τους, στοιχειώνουν τον τόπο
μέχρι σήμερα.
ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ
Πόσοι άνθρωποι άραγε θανατώθηκαν στον Φενεό; Κανείς δεν μπορεί να
πει με σιγουριά. Ολόκληρες οικογένειες, άγνωστοι άνθρωποι, θάφτηκαν σε
ομαδικούς τάφους γύρω από το βάραθρο και στις πλαγιές του Κακοβουνίου,
ενώ πολλοί άλλοι σοροί θυμάτων φαγώθηκαν από τα άγρια ζώα.
ΔΑΙΜΟΝΟΛΟΓΙΟ
Τα ανθρωπόμορφα κτήνη, που βεβήλωσαν την ίδια την ανθρώπινη υπόσταση, ήταν:
Ιθύνων νους:
Ζέγγος Θεόδωρος και Ανδρεαδάκης Δημήτριος, υπεύθυνοι του ΚΚΕ για τους νομούς Κορινθίας-Αργολίδας.
Επιτροπή που αποφάσιζε τις εκτελέσεις:
Τζανέλος Όθων (*)
Λέκκας Νικήτας
Καραΐσκας Απόστολος
Αναγνωστόπουλος Δήμος
* Βρίσκεται εν ζωή και κατοικεί στην Αθήνα, περιοχή Ζωγράφου
ΣΦΑΓΕΙΣ
Πισογιαννάκης Γεώργιος ή Κρητικός, αρχισφαγέας.
Πρόβος Βλάσιος
Σερμπέτης Κωνσταντίνος
Σαμαρτζής Νικήτας
Φραγγοράφτης Ιωάννης
Τομαράς Αντώνιος
Γκιόκας Θύμιος
Οικονομόπουλος Βλάσιος
Ζιάγκος Παναγιώτης
Σταυρόπουλος Νικόλαος
Δασκαλόπουλος Νικόλαος
Αδαμόπουλος Γιάννης
Σίμος (από το Λουτράκι)
Καραΐσκος Απόστολος
-Είθε να καίγονται όλοι στην Κόλαση-
ΜΙΑ ΖΩΝΤΑΝΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΕΝΟΣ ΕΛΑΣΙΤΗ
Εξέταση μάρτυρος Σαμαρτζή Νικήτα του Ιωάννου. Κόρινθος 6-3-1945.
Νικήτας Σαμαρτζής του Ιωάννου ετών 33 Γεωργός, γεννήθηκα και κατοικώ εις
χωρίον Καλύβια Κορινθίας, άγαμος, εγγράμματος, Έλλην και χριστιανός
ορθόδοξος, Ορκίσθηκα επί του ιερού ευαγγελίου κατά τα άρθρα 121 και 124
της Ποινικής Οικονομίας. Ερωτήθη δεόντως.
Απάντηση: Ήμουν αγροφύλακας Κοινότητας Καλυβίων κατά το έτος 1943,
ήλθαν οι πρώτοι αντάρτες στην περιοχή Φενεού. Με χρησιμοποίησαν για
σύνδεσμο με το στρατηγείο της οργανώσεως που ευρίσκετο στο Μάζι
Καλαβρύτων και για άλλες δουλειές. Κατευθύνσεις έπαιρνα από την οργάνωση
Καλυβίων του ΚΚΕ την οποίαν αποτελούσαν ο Δημ. Δαμεσούκος, Αντ.
Αλωνιστιώτης και Όθων Οικονομόπουλος.
Κατά τον Δεκέμβριο του 1943 φέρανε στα Καλύβια 14 Ιταλούς, τους
οποίους εγώ, ο Βλάσιος Οικονομόπουλος, ο Σωτήριος Αλωνιστιώτης, ο
υπεύθυνος Αθαν. Οικονομόπουλος και τέσσερεις αντάρτες, Βασίλης
Παπακυριάκου, κάτοικος Βασιλικού, Παναγιώτης Χαράλαμπος Τρομάρας κ.λ.π.
μεταφέραμε εις θέση κοκουβούνι Β.Δ. Χωρίου Καλυβίων ένθα και τους
εκτέλεσαν οι Τρομάρας και λοιποί αντάρτες, δι όπλων εις θέση Ζαρούχλας
Διάσελο.
Τον Απρίλιο 1944 από το στρατόπεδο μονής Αγίου Γεωργίου μετεφέρθησαν από τον στρατοπεδάρχη,
1. Κρητικό ή Χατιώγην ή Γεώργιο Πισογιαννάκην
2. Σερμπέτη ή Γλυκό εκ Στομίου
3. Βλάσιο Οικονομόπουλο και
4. Εμένα
13 κρατούμενοι, εκ των οποίων γνώρισα τους ιατρό Β. Γεωργόπουλο εκ
Δούσιας και ιερέα Ασπροκάμπου και εξετελέσθησαν δι όπλου υπό του
Σερμπέτη και Πισογιαννάκη. Εμείς οι άλλοι παρέστημεν ως βοηθοί με το
πιστόλι χωρίς να εκτελέσω μεν.
Στο στρατόπεδο της μονής ήσαν κατά καιρούς,
1.Κρητικός ή Πισογιαννάκης εκ Χανίων Κρήτης, στρατοπεδάρχης
2. Κωνσταντίνος Σερμπέτης ή Γλυκός εκ Στομίου
3. Ιωάννης Φραγκοράφτης Κανελλόπουλος από το Ζευγολατιό Βραχατίου
4. Νικόλαος Δασκαλόπουλος από Κακούρι Τριπόλεως
5. Βλάσιος Πρόβος από το Μούλκι Κιάτου
6. Θύμιος Γκιόκας από το Κριεκούκιον
7. Κεραυνός ή Αντώνιος Τομαράς από Λιόπεσι
8. Σίμος από το Λουτράκι
Άπαντες ούτοι ελάμβαναν μέρος στις εκτελέσεις, Επίσης στο στρατόπεδο
προσελήφθη και εγώ, Όλοι οι συλληφθέντες υποχρεούντο να υπογράψουν.
Από τα σπίτια που έπαιρναν πράγματα ή από καταστήματα, όπως από το
παντοπωλείο του Γεωργίου από τη Γκούρα, που τον σκότωσαν, τα έπαιρναν εν
γνώσει του αρχηγείου που αποτελούσαν οι προαναφερθέντες ΒΑΖΑΙΟΣ και
λοιποί κι οι επιτήδειοι τα μοιραζόντουσαν μεταξύ τους, Όπως ο Τόμπρος,
Κίτσος, Βουρκάνης από τα Μαζεΐκα, τα καλύτερα και τα λοιπά έδινα σε
μερικούς από τους κατοίκους και κείνα που πάλι έμεναν έλεγαν ότι τα
έδιναν στους πυροπαθείς άλλων χωριών.
Για τις συλλήψεις και εκτελέσεις των κατοίκων χωρίων Καλυβίων, υπεύθυνοι είναι οι αποτελούντες το Κομ. Γραφείο που υπόγραψαν:
1. Δεδεμούκας του Αντωνίου
2. Αντώνιος Αλώνιστιώτης
3. Σωτήριος Κασαλμάς
4. Ευάγγελος Οικονομόπουλος
5. Αθανάσιος Καπίνης και άλλοι, που δεν τους γνωρίζω.
Από το χωρίον Γκούρα Σταυρόπουλος ή Μουσουλίνης και άλλοι που δεν
γνωρίζω. Επίσης δεν ξέρω ποιοι είναι οι άλλοι των άλλων χωριών γιατί εγώ
έλειπα προηγουμένως έξη χρόνια στο ιπποδρόμιο του Φαλήρου που
εργαζόμουν.
Στο στρατόπεδο Μονής Αγίου Γεωργίου έφερναν κρατούμενους από διάφορες
περιοχές και τους συνόδευαν οι αποτελούντες την ΟΠΛΑ διαφόρων
περιοχών. Από το στρατόπεδο τους περνάμε λίγους – λίγους και τους
εκτελούσαμε σε διάφορες περιοχές του δασώδους της πέριξ της Μονής και σε
μια τρύπα πολύ βαθιά που αν ρίξεις μια πέτρα θα μετρήσεις το 16 για να
ακούσεις το χτύπο στο υπέδαφος που θα φτάσει. Την τρύπα αυτή τη βρήκα
εγώ κατ’ εντολή του Κρητικού ή Πισογιαννάκη όστις δε ξέρω από που το
έμαθε ότι υπήρχε τέτοια τρύπα.
Κατά τον Μάιο 1944 πήγαν 9 κρατούμενους αγνώστους και τους οδήγησαν
δια μέσου του χωρίου Γκούρα εις Μακριά Λάκα της Ζήρειας και τους
εκτέλεσαν με τη βοήθεια του Νικολάου Σταυροπούλου ή Μουσουλίνη από τη
Γκούρα. Στην τρύπα που ανέφερα που βρίσκεται στη θέση Κακόβουνι –
Ντουρντουβάνα εκτελέσαμε 260 και κατά την εξής σειράν: 17 κατοίκους
Νεμέας, τους πήγαμε εγώ, ο Βλάσης Οικονομόπουλος, ο Σερμπέτης, ο
Κρητικός, ο Δασκαλόπουλος, ο Γιάννης Φραγκορράφτης, ο Βλάσης Πρόβος και ο
Καραπάνος από τη Νεμέα και ο Μωριάς με έξη αντάρτες που έστειλε το
σύνταγμα Βαζαίου, για να λάβει μέρος στις εκτελέσεις.
Αφού ξεκουραστήκαμε είπαμε στους κρατούμενους ότι τους πάμε για την
Ταξιαρχία στα Μαζέικα, ο Καραπάνος με τον Κρητικό και τον Μωριά πήγαν
στη τρύπα. Εκεί οδηγούντο δύο – δύο δήθεν για ανάκριση και χωρίς να
αντιλαμβάνονται οι άλλοι, τους εκτελούσαν οι Μωρίας Κρητικός Καραπάνος
κατά τον εξής τρόπο: Τους γδύναμε τελείως και με το μαχαίρι τους έκοβαν
το λάρυγγα και τους έριχναν μέσα στην τρύπα. Τα ρούχα που παίρνανε τα
πήγαιναν στην περιφερειακή Επιτροπή που ήταν στο Μπούζι και έπειτα στη
Λαύκα και τα φορούσαν τα διάφορα μέλη της οργανώσεως. Τότε εγώ δεν έλαβα
μέρος στην εκτέλεση.
Την άλλη μέρα πήραμε άλλους τριάντα από το στρατόπεδο μεταξύ των
οποίων και ο Αθανάσιος Ρεκουνιώτης και η Ελένη Καραλή από τα
Καλύβια. Φύγαμε στις 4 το πρωί και με δεμένα τα χέρια τους με σχοινιά
τους πήγαμε στην ίδια τρύπα. Εκτελέστηκαν κατά τον ίδιο τρόπο από τους
ίδιους. Εγώ δεν εκτέλεσα και αυτή τη φορά. Έπειτα από 3-4 μέρες πήραμε
από το στρατόπεδο μεταξύ των οποίων οι περισσότεροι από το Βαλτέτσι
Τριπόλεως και τους οποίους έστειλε στο στρατόπεδο το Σύνταγμα του
Βαζαίου και τους πήγαμε στην τρύπα με δεμένα τα χέρια.
Εκεί τη προτροπή του Μωργιά και με πιστόλι στα χέρια με ανάγκασαν κι έσφαξα κι εγώ.
Κατά την εκτέλεση παρίστατο και ο Βλάσης Οικονομόπουλος, αλλά και αυτός
δεν έσφαξε, μόνον πήρε τα ρούχα των εκτελεσθέντων, που του έδωσε ο
Πισογιαννάκης. Έπειτα από 7-8 μέρες πήραμε από το στρατόπεδο άλλους
35-37 δεν θυμάμαι ακριβώς, μεταξύ των οποίων ήσαν ο Βλάσης Ρομπόκος
γιατρός Γκούρας, Γεώργιος Γεωργίου. Κι αυτούς τους πήγαμε δεμένους. Τότε
έκλεισε η ομάδα του Μωριά και την εκτέλεση με μαχαίρι την έκαναν ο
Θύμιος Γιόκας, Σερμπέτης ή Γλυκός, ο Βλάσης Πρόβος, Νικόλαος
Δασκαλόπουλος από Κακούρι, Βλάσης Οικονομόπουλος και εγώ.Έπειτα από
αρκετές μέρες και μάλιστα κατά μήνα Ιούλιο 1944 μεταφέρθηκαν από το
στρατόπεδο και εκτελέστηκαν στην τρύπα 48 που οι περισσότεροι ήσαν από
το Φενεό, μεταξύ των οποίων και ο Αλέξανδρος Χαρλαύτης και οι δύο υιοί
του Αργύρης και Γιάννης. Επίσης o Κωνσταντίνος Δάρης και ο υιός του, ο
Φαρμακοποιός Νίκος Λαδάς, Νίκος Μητρόπουλος, η Αθανασία Μπαλή,
Παπα-Παναγής Χαρλαύτης κάτοικοι Γκούρας, το ζεύγος Τσεκρέκη, Δημ.
Ψαχούλιας ή Βολιαρίτης από το Μεσινό, ο Παπαγιωργόπουλος και ο υιός του
Γιάννης Τσούλης, o Κολοβός και η κόρη του από τα Καλύβια, Γρηγόρης
Καπέλος κι ο αδερφός του ο Δάσκαλος, Ηλίας Σταματόπουλος κάτοικοι
Φονιά, Κατσαούνης από Γκιόζα, Φεντσής, Σωτήρης Κακκαβάς από τη Σιβίστα
κλπ που δεν θυμάμαι.
Αυτών των 48 η εκτέλεση γινόταν με τον εξής τρόπο, Έλεγαν στον καθένα
να πέσει κάτω κι αν αρνιόταν τον κτυπούσαν με γλωσσίδι καμπάνας. Τους
χτυπούσε ο Σίμος πίσω στο κεφάλι κι όταν έπεφταν κάτω τους έσφαζαν. Την
άλλη μέρα πήρανε άλλους 37-38 αν θυμάμαι ακριβώς. Τότε δεν ήρθε ο Σίμος
αλλά ο Πισογιαννάκης. Οι 38 ήσαν από τη Νεμέα, τους έφερε ο Θύμιος με
τον Απόστολο Καραΐσκο και άλλους που δεν τους γνωρίζω στο στρατόπεδο και
αυτούς εκτελέσαμε με τον ίδιο τρόπο, πρώτα τους χτυπούσαμε με το
γλωσσίδι κι έπειτα τους σφάζαμε με μαχαίρι.
Λόγω επιδρομής των Γερμανών τους υπόλοιπους της μονής, κρατούμενους
τους μεταφέραμε στο χωριό Κα ….. ύργου Πατρών και εκείθεν πάλι στη μονή
Αγίου Γεωργίου Φενεού και τους άφησαν ελεύθερους. Μεταξύ αυτών και οι
αδελφοί Χησόπουλοι από τη Σιβίστα. Επίσης στην τρύπα εκτελέστηκαν 17
γυναίκες και παιδιά, μεταξύ των οποίων και η οικογένεια Ανάμαη από πέντε
άτομα από την Ακράτα. (βλέπε 1944 Φενεός – Δίστομο Παρουσίαση
Στοιχείων. Επίσης εκτελέστηκε κοντά στη μονή η Βασιλική Ανδ. Κάππου από
τα Καλύβια. Την έκθεση για τη σύλληψη της την έστειλε το στρατόπεδο
επειδή μάλωνε μαζί της, για κάποια μάντρα, ο Παναγιώτης Μπρέκας από τα
Καλύβια, τη συνέλαβε μαζί με τον Κωνσταντίνο Σερμπέτη. Έπιασαν και το
γιο της το Χρήστο 20 χρ. Όπως μου είπε ο Σερμπέτης την εκτέλεσε το ίδιο
το παιδί της με μαχαίρι και την έθαψε στη θέση Αρσένη – Βρύση, γιατί
αυτή είχε κρεμάσει τον άντρα της.
Στις ανακρίσεις που έγιναν στο μοναστήρι Αγίου Γεωργίου για τους κάτοικος του Φενεού παρίστατο και ανέκρινε:
1. Όθων Τζανέλος
2. Ο εαυτός μου
3. Ο Δήμος ή Τάκης Αναγνωστόπουλος
4. Αποστόλης Καραΐσκος κάτοικος Ηρακλείου
5. Θύμιος ή Γκιόκας από το Κριεκούκι
6. Κώστας Σερμπέτης
7. Σίμος
8. Κρητικός Πισογιαννάκης
9. Στέλιος από την Κρήτη
10. Μιχάκης.
Για τη σύλληψη των κατοίκων αυτών τα κομ. Γραφεία των χωριών έδιναν
στον Όθωνα Τζανέλο κατάσταση να συλληφθούν. Τους απέδιδαν κατηγόριες ότι
συνεργαζόταν με τα Τάγματα Ασφαλείας. Για τη σύλληψη του οιουδήποτε
έπρεπε να αποφασίσει το κομ. Γραφείο του χωριού του. Οι αποτελούντες το
γραφείο το κομματικό συγκέντρωναν τα στοιχεία και τα έδιναν στο
Γραμματέα της Αχτίδας. Σε περίπτωση διαφωνίας ο Γραμματέας έδινε τις
γενικές κατευθύνσεις των συλλήψεων και εκτελέσεων.
Είχε δώσει εντολή η ΠΕΕΑ που έλεγε κάθε αντιδραστικός έπρεπε να
εξοντώνεται και μάλιστα όλος ο οικογενειακός κύκλος και μέχρι εβδόμης
γενεάς.
Αφ ετέρου το αρχηγείο του 6ου Συντάγματος ήταν στη Γκιόζα
εκπροσωπούμενο από το Βαζαίο , το Νικήτα ή Λέκκα, τον Πελοπίδα, τον
Μενέλαο, το γιατρό Κόλλια, το δάσκαλο Πούλο και το Γεώργιο Τσαούση
διοικητή της ΟΠΛΑ. Το Κόμμα είχε ως αντιπρόσωπο το Γραμματέα του
Πελοποννησιακού Γραφείου Στάθη ή Τριαντάφυλλο, (Ζέγκο Βαγγέλη από
Θεσσαλία), που παρέμενε στα Καλύβια στο σπίτι της Βενετσιάνας
Καψομαλούκη και έλεγχε όλη τη περιφέρεια Κορινθίας. Στο σπίτι του
έπαιρναν αποφάσεις με τους,
1. Αποστόλη Καραΐσκο από Ηράκλειο Νεμέας ή Ρούμελη επικεφαλής των συνοδευόμενων από την περιοχή Αργολίδας Νεμέας,
2. Μιχάλη δικαστής και ανακριτής
3. Τάκη επίσης ανακριτή
4. Όθωνα Τζανέλο από Γκούρα
5. Δήμο Αναγνωστόπουλο
6. Θύμιο – Ψευδώνυμο και
7. Λέκκα Νικήτα όστις έλεγε στους κρατούμενους να ειδοποιήσουν τους
δικούς τους που είναι στην αστυνομία ή στα τα να φύγουν και να πάνε στο
αντάρτικο. Αυτοί αποφάσιζαν για συλλήψεις και εκτελέσεις.
Ο στρατοπεδάρχης μου έλεγε ότι οδηγίες παίρνει από το Στάθη και το
Νικήτα ή Λέκκα για τις εκτελέσεις και ο μεν Στάθης έδινε οδηγίες ο δε
Λέκκας ως εκπρόσωπος του Συντάγματος.
Οι δύο αυτοί συνενοούντο και εγίνοντο οι εκτελέσεις. Η Επιτροπή που
έκανε τις ανακρίσεις μέσα σε ένα κελί του μοναστηριού και που ήμουν κι
εγώ παρών υποχρέωνε όλους να υπογράψουν μια κατάθεση ότι συνεργαζόσαν με
τα Τάγματα Ασφαλείας. Αν δεν ήθελε κανείς να υπογράψει με ραβδιά τον
χτυπούσαν μέχρι να δεχτεί.
Εγώ είδα να χτυπάνε για να υπογράψουν τον Παναγ. Παπαγεωργίου από την
Γκούρα, τον Αθανάσιο Μπαλή, το γιο του Χαρλαύτη από Γκούρα, το Λιάτση
από το Στενό και άλλους.
Στα Καλύβια συνελήφθησαν η Μάρθα Καμπέρου από τον Μπρέκα Παν. τον Ευαγ.
Οικονομόπουλο τον Χαρ. Κουσούρα και την οδήγησαν στο στρατόπεδο όπου την
εκτέλεσε ο Κεραυνός – Αντώνιος Τομαράς από το Λιόπεσι, Σερμπέτης και
Βλάσης Πρόβος. Στο εξωκλήσι της μονής του Αγίου Γεωργίου ή Καμπέρου
συνελήφθη κι εκτελέστηκε επειδή ο γιος της Φώτης δραπέτευσε κατά την
εκτέλεση των έξη από το Διακοφτό και τον Πειραιά που έλαβα μέρος κι
εγώ. Αυτοί εκτελέστηκαν με μαχαίρι. Σχέσεις με το στρατοπεδάρχη είχαμε ο
Θεόδωρος Οικονομόπουλος Γιώργης Φάμας και Γιώργης Λουκόπουλος.
Για τους 40 αστυφύλακες που έπιασαν στο Δερβένι γνωρίζω τα εξής. Τους
οδήγησαν στο χωριό Φονιά τους αφαίρεσαν τα ρούχα και τα παπούτσια όπου
έλαβα κι εγώ μέρος με το Κίτσο ή Βουρτσάη από τα Μαζεΐκα. Μετά το
γδύσιμο με υποχρέωσαν να ζητήσω ρούχα από τους χωρικούς παλιά. Τα ρούχα
των αστυφυλάκων τα φόρεσαν οι αντάρτες του 6ου Συντάγματος που βρισκόταν
στο Φονιά. Από το Φονιά τους οδήγησαν στο χωριό Λυκούργια χωρίς να ξέρω
που τους εκτέλεσαν. Τους 38 που λέω παραπάνω ότι εκτελέστηκαν στην
τρύπα έγινε το εξής: Ένα Σάββατο φύγαμε από τα Καλύβια με το Βλάση
Οικονομόπουλο και το Χαράλαμπο Κουρούσια κάτοικο Καλυβίων και πήγαμε στο
μοναστήρι, περί την 3η νυκτερινή. Στην εκτέλεση ήρθε και ο Κουρούσιας
για ενίσχυση της φρουράς των κρατουμένων. Όταν ήρθε στρατοπεδάρχης ο
Σπάρτακος από το Ζευγολατιό Βραχατίου δεν έγιναν εκτελέσεις. Έχω ακούσει
από αντάρτες του αρχηγείου ότι πάνω από το χωριό Γκιόζα μέσα σε μια
τρύπα έχουν εκτελέσει οι αντάρτες του 6ου Συντάγματος, πάνω από χίλιους
αντιδραστικούς. Οι Βουρτσάης και Τόμπρος έχουν λεηλατήσει με διαταγή
πολλά καταστήματα και ιδιαίτερα της Νεμέας.
Στην ΟΠΛΑ ήσαν:
1. Βαγγέλης Οικονομόπουλος από τα Καλύβια
2. Νίκος Σταυρόπουλος ή Μουσουλίνη από
3. Γιώργος Κοτσελάς κάτοικος Γκούρας
4. Γιώργος Κουραμπέλης
5. Πάνος Μπρέκας
6. Γιάννης Βυζάς
7. Σωτ. Αλωνιστιώτης
8. Χαράλαμπος Κουρούσης
9. Αλέξ. Γούρμος
10. Σωτ. Κασαλμάς από Καλύβια
11. Βασίλης Κασαλμάς
12. Παν. Ξιάγκος από Φονιά
13. Θεόδ. Οικονομόπουλος από Σιβίστα
14. Θεοφ. Πίκουλας από Φονιά.
Απ’ αυτούς ο Νίκος Σταυρόπουλος γνωρίζω ότι έχει σφάξει. Ο Γιώργης
Κοτελάς έφερνε πάντα κρατούμενους από τη Γκούρα, ο Κώστας Μπαρμπόπουλος
από το Φονιά στο μοναστήρι. Με τον Ηλία Σταματόπουλο κοιμηθήκαμε μαζί
στο μοναστήρι και μου είπε ότι οι αδελφοί Δημήτρης και Γρηγόρης Καπέλος
ήταν αντιδραστικοί και ότι είχαν γραφείο αντιδραστικό και ότι σκέφτονταν
να πάνε στο αντάρτικο για να καμουφλαριστούν, γι αυτό και πρέπει να
συλληφθούν και εκτελεστούν.
Τα στοιχεία αυτά τα έδωσε στο κομματικό Γραφείο του Φονιά. Με το προσωπικό του στρατοπέδου συνδεόταν με τον Κρητικό,
ο Πισογιαννάκης,
ο Γιάννης Βιζάς,
ο Βασ. Βαρελάς,
ο Παν. Μπρέκας,
ο Παν. Οικονομόπουλος,
ο Δημ. Γούρμος,
ο Αντών. Αλωνιστιώτης,
Δημ. Α. Δεμετούκας,
η οικογένεια Χασαλά κι ο Γιώργης Τσελώνης.
Η Βενετσιάνα Καψιμαλάκου έβαζε σπιγκουνιές και την άκουσαν να
καταφέρεται κατά της Ελένης Καραλή και κόρης και να λέει στο Καραΐσκο ή
Θύμιο και Στάθη: Τι φιλάτε αυτά τα καθάρματα; Επίσης είχαν σχέσεις με το
στρατόπεδο οι οικογένειες Ψαχούλια Γεωρ. Θυγατέρα Αναστ. Ζάγκου
Αγγελική και Αρετή.
Το κομ. Γραφείο Καλυβίων την τελευταία επιδρομή των Γερμανών είχε
αποφασίσει να συλληφθούν οι Δημ. Γούρμος και Αθαν. Οικονομόπουλος. Ο
Βασ. Κατσηρμάς πήρε μια μέρα τη κόρη του Χαρ. Κολοβού που μετά
εκτελέστηκε και της είπε Ασπασία να πάμε μαζί το φαγητό στο μοναστήρι κι
όταν μετά από συνεννόηση με το Στρατοπεδάρχη ο Κασαλμάς την έπιασαν και
τη σκότωσαν. Μια μέρα ήρθε στο στρατόπεδο ο Όθωνας Τζανέλος, ο Νίκος
Σταυρόπουλος, ο Γιώργης ο Κατσελάς, ο Γιάννης Λύρας του Ανασ. συζήτησαν
με το στρατοπεδάρχη κι έφυγαν. Μετά 2-3 μέρες έφερε ο Κοτσελάς τους
συλληφθέντες της Γκούρας.
Τα κειμήλια της … μονής Αγίου Γεργίου Φενεού μάζεψαν να τα φυλάξουν
οι μοναχοί και τα έκρυψαν στο καταφύγια της Μονής. Ο στρατοπεδάρχης
Σίμος τα ανακάλυψε και τα πήρε για να ενισχύσει τα οικονομικά του
κόμματος. Από τους καλόγηρους της μονής έσφαξαν το μοναχό Αρσένιο διότι
έδειξε κάποιο ταγάρι με γράμμα στους κατοίκους του Στενού. Τον πήραν με
άλλους έξη καλογήρους και τους έσφαξαν στην τρύπα. Συνεργοί στη σφαγή
των καλογήρων ήσαν και κάτοικοι των Καλυβίων για να αρπάξουν την
περιουσία της μονής.
Για τους Άγγλους που βρισκόσαν στην περιοχή μου είπε ο Θύμιος ή
Γκιόκας από το Κριεκούκι, το επάγγελμα σοφέρ, ότι εκτελέστηκαν από
αντάρτες στα Τρόπαια της Γορτυνίας. Τους συλληφθέντες και εκτελεσθέντες
της Γκούρας έφερε στο μοναστήρι ο Γιώρ. Κοτσελάς με δυο άλλους και τους
παρέδωσε στο στρατοπεδάρχη Σίμο και βοηθό Πισογιαννάκη. Ο Γ. Κοτσελάς
παρέδωσε κι ένα φάκελο για τους κατηγορούμενους στον στρατοπεδάρχη. Τον
ιερέα της Γκούρας Παπα-Χαρλαύτη τον εκτέλεσε στην τρύπα ο Κ. Σερμπέτης ή
Γλυκός και μάλιστα τον χτύπησε με μαχαίρι διότι εκστόμισε μια κατάρα
και συνέχεια τον χτυπούσε με το μαχαίρι έως ότου τον αποτελείωσε.
Στο στρατόπεδο έρχοσαν και ο Αντ. Κολοκούρης του Γεωργ. και Κ. Λύρας ή Καραμήτρος.
Γι αυτά που λέει ο Γιάννης Κωστέας ή Γιαννίδης εναντίον μου ότι εγώ με
ομάδα πήγα και τον βρήκα στην περιοχή Πελλήνης και του ζήτησα να μου
δώσει άνδρες του και πήγα στο Κιάτο και συλλάβαμε τα τρία αδέρφια
Γεώργιο, Δημήτριο και Αχιλλέα Χαρλαύτη από τη Γκούρα και τους εκτελέσαμε
ανάμεσα στο Παναρίτι και Μάρκασι δεν ξέρω τίποτε, ούτε πήγα ποτέ στην
Πελλήνη ή Κιάτο. Άλλο τι δεν έχω να προσθέσω και γράμματα γνωρίζω. Τω
ανεγνώσθη και βεβαιωθείσα υπογράφεται.
Ο Εξετασθείς
Οι μάρτυρες
Ο Μοίραρχος
Αθ. Δρούγκας
Αντίγραφο
Κόρινθος 9 Μαρτίου 1945
Ο Μοίραρχος
ΥΓ.
Στο Βαλτέτσι σκότωσαν, μια μανά με τα 3 κοριτσάκια της. Στο Φενεό μανά
με τα 4 παιδιά της 11 έως 18, τον Πατέρα και το μεγαλύτερο αδερφό 22
ετών τους είχαν σκοτώσει νωρίτερα.
Και σήμερα παίρνουν σύνταξη …εθνικής αντίστασης αυτά τα
καθάρματα. Και κατηγορούν όσους πάνε στο μνημόσυνο ως …φασίστες!!! Οι
αλήτες!!! Ο Ζέγγος που το ίδιο το ΚΚΕ τον καθαίρεσε σαν μεγάλο
εγκληματία είπε ότι είχε πάρει εντολές να κάνει τόσα εγκλήματα.
Και o Ζέγκος έχει πει πολλά και έχει εξετάσει την υπόθεση ο Στάθης Καλύβας του ΓΕΗΛ.
Ο Ιωαννίδης που πέθανε ως κομμουνιστής απεκάλυψε πολλά που συμφωνούν με όσα είχαν γίνει.
Περισσότερες Πληροφορίες για τα Εγκλήματα του Φενεού και πολλά άλλα
Ντοκουμέντα σχετικά με την αντίσταση στην Κατοχή, αλλά και για τα
γεγονότα του Συμμοριτοπόλεμου.
IΣΤΟΡΙΕΣ ΤΟΥ ΦΕΝΕΟΥ
Κάποιες από τις ιστορίες φρίκης του Φενεού, από το βιβλίο του Γιάννη Μπαλαφούτα «ΦΕΝΕΟΣ 1943-44».
ΒΑΣΙΛΩ ΣΤΑΪΚΟΥ
«….Τα σκοτάδια που ‘ρχονται τις νύχτες τους παγώνουν και κάνουν
τις ψυχές τους να κιοτεύουν σαν βλέπουν να βάζουν δεκάδες ανθρώπους στην
γραμμή να τους γδύνουν, να τους δένουν κι έπειτα από ώρες να ‘ρχονται
μόνον οι οπλισμένοι συνοδοί τους με αίματα.
Πένθιμες ώρες γεμάτες αγωνία που δεν έλεγαν να περάσουν μέσα στην κόλαση που βρέθηκαν. Μέρες
χωρίς τελειωμό μέσα στον ιερό χώρο που τον έχουν μεταβάλλει σε τόπο
βασανισμών κι ανελέητης σφαγής, που δεν λέει ν’ αδειάσει από
μελλοθάνατους, γιατί κάθε μέρα νέα ανθρώπινα μπουλούκια κλείνονται στα
κελιά.
Με σιωπηλή λύπη και κρυφή νοσταλγία κρατάνε σφιχτά τις αναμνήσεις της
πιο λεύτερης ζωής τους με την αβάσταχτη λαχτάρα που ποτέ δεν θα ‘ρθει.
Τις ώρες τούτες τις ασάλευτες που η απελπισία σπάραζε τα σπλάχνα των
δύστυχων κι οι συμφορές τους κατατρέχανε, ένα περιστατικό τρύπωσε στην
καρδιά τους.«
Η Βασίλω του Γιώργη του Στάϊκου με τα τέσσερα κορίτσια της που ‘ταν
κοντά της κρατούμενες, άρχισε να κοιλοπονάει. Στην αρχή το ‘κρυψε η
άμοιρη, μα καθώς η ώρα περνούσε το μωρό που ‘χε μέσα της ετοιμάστηκε να
βγει στην ζωή. Με όλη τους την αγάπη οι Βαλτετσιώτες κρατούμενοι κι οι
άλλοι φυλακισμένοι, έκαναν ότι ήταν στο χέρι τους, να την βοηθήσουν.
Έφτιαξαν κύκλο γύρω της να κρύψουν τον υπερκόσμιο αγώνα της, έσκισαν τα
ρούχα τους, τα ‘πλυναν και τα τοίμασαν να σκεπάσουν την γύμνια του
μωρού. Κι όταν το πρόσωπο της μάνας ξεκαθάρισε και γαλήνεψε μετά τους
τελευταίους βόγγους της, σ’ όλους βλάστησε το χαμόγελο κι η χαρά.
Βγάζουν από την καρδιά τους ευχές και καλοδέχονται το παιδάκι που ‘ρθε
στον κόσμο τον ανθρώπινο. Κι η μάνα η παραπονεμένη κι αδύνατη με
κερωμένο το πρόσωπο έχοντας ξεχάσει το περιβάλλον της δυστυχίας δέχεται
με έκφραση ευγνωμοσύνης τις περιποιήσεις και την αγάπη όλων. Και κείνοι
ακόμη οι αποστολικοί καλόγεροι βρίσκονται κοντά της και της προσφέρουν
σαν τους μάγους της ανατολής πολύτιμο μαγειρεμένο φαγητό.
Δυστυχώς αυτό το πανέμορφο σκηνικό με την ευλογία του θεού δεν
βάστηξε πολύ. Οι άνθρωποι που βάσταγαν τα ντουφέκια και υλοποιούσαν τα
τυραννικά σχέδια της ηγεσίας τους, οι απωθητικοί κι οι ασυμπάθιστοι με
τα μεγαλόστομα πυροτεχνήματα, αισθάνθηκαν ενοχλημένοι. Οι φωνές του
νεογέννητου που ‘ταν κραυγές ζωής έπρεπε να σωπάσουν για πάντα μέσα στο
χώρο που υφαινόταν ο θάνατος.
Οι άνθρωποι που ζητάνε ραγιάδικη υποταγή, κοιτάζουν με περιπαικτικό
βλέμμα τους συγκεντρωμένους χωρίς να χαίρονται. Κι ύστερα, με κομμένη
την ανάσα οι συγκεντρωμένοι παρακολουθούν να κατεβαίνει και πλησιάζει ο
πιο βλοσυρός κι ο πιο άπονος, γνωστός βασανιστής οπλισμένος. Και μόνον η
παρουσία του δημιούργησε ανησυχία και φόβο.
Ο ΟΠΛΑτζής με το τραχύ χλευαστικό πρόσωπο, την τραγίσια γενειάδα και
την ύπουλη ματιά που σ’ όλους προξενούσε ανασφάλεια, χωρίς να χαιρετήσει
και φανερώσει τις προθέσεις του, σκύβει πάνω από την λεχώνα και σαν
νέος Ηρώδης παίρνει στα χέρια του το παιδί και φεύγει. Μόνον η δύστυχη
μάνα ικετεύει, κλαίει δυνατά και ζητάει το παιδί της. Όλοι οι άλλοι
παρακολουθούν άναυδοι την τραγωδία. Παρακολουθούν τον υποκριτικό φονιά,
τον άξεστο παρορμητικό, που με ορθωμένο το άγριο βλέμμα του, τους
κοιτάζει με περιφρόνηση κρατώντας το νεαρό βλαστό με εχθρότητα.
Τίποτε δεν στέκεται ικανό να περιγράψει την κακουργία του
εξεσφενδονισμού του νεογέννητου, που άφησε το τελευταίο του κλάμα στη
δασωμένη πλαγιά. Δεν υπάρχουν λόγια να παρουσιάσει κανείς της μάνας τη
σκοτωμένη ψυχή, τη κομματιασμένη από πόνο καρδιά της. Τη μάνα που
ζητούσε να ήταν σκοτωμένη για να μην πιεί το ξέχειλο αυτό κανάτι με το
πιο φοβερό δηλητήριο.
Σκηνές γεμάτες απόγνωση κι αβάσταχτο πόνο. Αξέχαστες στιγμές φρίκης
με την περιφρόνηση κάθε εκδήλωσης ζωής, που αφήνουν πίσω τους, τους
λυγμούς να παρηγορούν τις τρομερές σκέψεις. Κι οι Βαλτετσιώτες χωρίς να
μπορούν να ξεχάσουν την δυο φορές άμοιρη Βασίλω Στάϊκου που λυώνει στην
κάθε στιγμή από το δράμα της, βλέπουν το θάνατο να τους τραβάει κοντά
του. Παρακολουθούν αυτούς με τη σκληρή συμπεριφορά, την εγωιστική με την
παράλογη αντίληψη για λευτεριά και την αγένεια που όλους τους έβαζαν
στην υποψία. Ακούνε αυτούς με την αρνητική φαντασία, τους υποκριτικούς
κι άφιλους, που όλο για ύποπτους μιλάνε, για ανθρώπους με δουλική
ιδιοσυγκρασία και τον αστικό τρόπο που σκεπτόσανε. Τους βλέπουν που
συμφωνούν σε κάθε κατηγόρια με θανατερή πράξη κι υποχρεώνονται να βάζουν
την ουρά κάτω από τα σκέλια και να περιμένουν το δικό τους αφανισμό.
Κι όλο ρωτούσαν. Ποιός είναι αλήθεια ο εχθρός; Οι ξένοι ή ντόπιοι σε
τούτο τον τόπο; Μαντρωμένοι μέσα στη μονή κανείς τους δεν ήξερε αν θα
γλύτωνε από το μακελειό. Ο μαύρος και θαμπερός ήλιος της καλοκαιριάτικης
μέρας του Ιουλίου, χωμένος μέσα σε σκοτεινιασμένα σύννεφα, έδινε τα
προμηνύματα της νέας σφαγής. Το αφέγγαρο τούτο βράδυ ο χαλασμός θα
κορύφωνε το απαίσιο έργο του με το νέο χριστιανικό αίμα που θα χυνόταν.
Κι όταν κύλησαν οι ώρες κι ήρθαν τα σκοτάδια της νύχτας ανοίγει η αυλαία
για το νέο μακελειό. Πριν χαράξει οι 19 από το Βαλτέτσι,
Χρήστος Π. Καραμάνης 58 χρόνων
Παναγιώτης Π. Καραμάνης 39 χρόνων
Γιωργία Αθ. Καραθάνου 22 χρόνων
Μαρία Γ. Κοκκάλα 25 χρόνων
Γιώργης Ν. Κρουμπούζος 18 χρόνων
Γιάννης Ελ. Μέλλος 32 χρόνων
Αγγελική Γ. Μπαμή 28 χρόνων—έγκυος
Μαρία Γ. Μπαμή 18 χρόνων
Βασίλειος Π. Μπόλλας 55 χρόνων
Θεόδωρος I. Πολλάλης 19 χρόνων
Αντώνιος Γ. Παύλος 16 χρόνων
Γιάννης Αρ. Ρούσσος 58 χρόνων
Γιώργης Ν. Σαραντόπουλος 70 χρόνων
Γιώργης I. Σουρούνης 45 χρόνων
Βασίλω Γ. Στάϊκου 32 χρόνων
Παναγιώτα Γ. Στάϊκου 17 χρόνων — κόρη της
Γιωργία Γ. Στάϊκου 15 χρόνων —κόρη της
Μαρία Γ. Στάϊκου 13 χρόνων — κόρη της
Κωνσταντίνα Γ. Στάϊκου 11 χρόνων — κόρη της, μαζί με άλλους προχωρούν να
φτάσουν στο βάραθρο. Η απότομη πλαγιά, το βασίλειο της γαλήνης και της
ομορφιάς γίνεται τόπος αναστεναγμών και σφαγής.
Κι όταν ο ήλιος σηκώθηκε δειλά δειλά από την ράχη δεν ακούστηκαν των
κοπαδιών τα βελάσματα ούτε τα κουδουνίσματα. Οι δροσερές αύρες δεν
ξεχύθηκαν στους τόπους παρά μόνον ο φλογισμένος, ο αποπνικτικός αέρας
συνόδευε τις ψυχές των αθώων…».
ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΥΛΑ ΜΠΑΡΛΑ
«…Στις 23 Ιουνίου ένα μπουλούκι ΕΑΜ – ΕΛΑΣίτες ανεβαίνει στα μαντριά
των αδερφών Μπάρλα κι αρχίζει τη λεηλασία. Παίρνουν πεντακόσια
γιδοπρόβατα, φορτώνουν τυριά, βούτυρα, στάρια, ρουχισμό και τσίγκους
ακόμη που βρήκαν κι έφυγαν. Μουδιασμένοι, αμίλητοι, παγωμένοι,
παρακολουθούν οι ρακένδυτοι απλοί άνθρωποι της βιοπάλης τους ανθρώπους
που φόραγαν τις μουτσούνες του λευτερωτή, που τους ρήμαξαν και τους
άφησαν την απελπισία και την απόγνωση. Είναι τα λύτρα της τόλμης του
Αποστόλη που κατάφερε να γλυτώσει από τη σφαγή. Κι ενώ πίστεψαν οι
άμοιροι πως τέλειωσε η εχθρική τους διάθεση με την αντιπατριωτική τους
συμπεριφορά στις 29 Ιουνίου ξαναχτύπησαν.
Βρήκαν την Παρασκευούλα τη γυναίκα του Αγγελή Μπάρλα με το αβάφτιστο
μωρό της και τους ξεσήκωσαν. Με φανερή την τρομάρα η γυναίκα της στάνης η
απλή μητέρα της λαγκαδιάς, οδηγείται στη Φρουσούνα, στου Τάτσι, τη
Σκοτεινή, τη Λαύκα, τη Γκιόζα και κλείνεται στο μοναστήρι τ’ Άι – Γιώργη
κρατούμενη. Σ’ όλη τη διαδρομή η χωριατοπούλα με την αθώα βουνίσια ψυχή
με το λυγερό κι ανάλαφρο κορμί της που δεν λογάριαζε αποστάσεις, ζει
την αυταρχικότητα και την εχθρική συμπεριφορά. Αισθάνεται ψυχικό πόνο
και στο κορμί της να χύνονται ατέλειωτοι καταρράκτες, σαν τους ακούει να
μιλάνε για βασανισμούς και φόνους. Νιώθει να βαθιωριζώνει η ταπείνωση
κι η αποκτήνωση.
Η παραμονή της στο στρατόπεδο της μονής είναι γεμάτη πικρές μέρες κι
ώρες ζόφου, αλληλοσπαραγμού και τρόμου. Ζει σε μια ατμόσφαιρα
φρικιαστικών μαρτυρίων και δολοφονιών. Τους βλέπει που στρέφονται
ενάντια στον συμπατριώτη αδερφό, στην πατρίδα, στο θεό και περιμένει την
οργή που θα ξεσπάσει πάνω τους. Η ελπίδα της ζωής που κρυβόταν μέσα
της, κάθε μέρα μικραίνει από το καθημερινό κακό. Η μικρομάνα με τις
κτηνοτροφικές δουλειές χωμένη στα ολόπικρα βάσανα με τα φαρμακερά λόγια
της ΚΚΕδικης κόλασης κάνει το μεγάλο αγώνα να θρέψει το μωράκι της.
Έφυγε το γέλιο της, η ζωή της. Την τσακίζει η αγωνία που δεν φαίνεται
πουθενά η ελπίδα ζωής. Βλέπει το μαχαίρι του θανάτου χειροπιαστό πάνω
στο παιδί της και νιώθει τα χτυπήματα της καρδιάς της κάθε μέρα να
χτυπάνε για στερνή φορά. Η αταίριαστη αυτή συμπεριφορά των αδερφοκτόνων
την βαλαντώνει. Ο θάνατος που ‘πεφτε πάνω στους αγνούς βιοπαλαιστές που
χωρίς οίκτο τους ρίχνουν στο θυσιαστήριο με αιμοβόρα μανία, τη γεμίζει
δάκρυα και λυγμούς με το βαρύ πόνο της αδικίας.
Ο γνωστός τσοπάνης Σαρανταυγάς που βρήκε τρόπο και το ‘σκασε από το
μοναστήρι που ‘ταν κρατούμενος, είπε ότι την παραμονή της σφαγής της, ο
ηγούμενος της μονής της είπε ιδιαίτερα, εμπιστευτικά να βαφτίσει το
παιδί της, πως οι ώρες είναι κρίσιμες και κανείς δεν ξέρει αν θα ζήσει
και πόσο. Κι η Παρασκευούλα με ματωμένη την ψυχή άκουσε τα πατρικά λόγια
και χωρίς καθυστέρηση έκανε το μυστήριο, χωρίς τον άντρα, χωρίς τους
δικούς, χωρίς τραγούδια και χαρές.
Την άλλη μέρα τη φώναξαν αργά το βράδυ να ‘τοιμαστεί για κείνο το
χωρίς γυρισμό ταξίδι για την ταξιαρχία. Με πρόσωπο, χλωμό, κερωμένο,
άκουσε πως ήρθε κι η δική της η σειρά και μούδιασε. Μια μεγάλη πέτρα
πλάκωσε τα στήθια της κι ακούει την καρδιά της να πηγαίνει να σπάσει.
Μέσα στην ταραχή και την αναστάτωση που την συγκλονίζει, αγωνίζεται να
βρει δύναμη να πλύνει και να νεκροντύσει το σπλάχνο της.
Το αγκαλιάζει, το φιλεί τρυφερά, ακουμπάει τα μάγουλά της στο πρόσωπο
του μωρού κι αφήνει τα δάκρυά της να κυλάνε. Η αγνή τσοπανούλα δένει τη
νάκα (δερμάτινη κούνια και μέσον μεταφοράς) με το μωρό της στη μέση
της, στα στήθια της, και μπαίνει στην μακρόσυρτη ανθρώπινη φάλαγγα των
μελλοθάνατων. Βαδίζει στ’ άγνωστα σκοτάδια με έκφραση βαριά κι όψη
θλιμμένη. Σέρνει το κορμί της στους τάφους. Με πληγωμένα τα σωθικά της
ανεβαίνει την απότομη πλαγιά να συναντήσει τη φρικτή τραγωδία στο
βάραθρο. Πάνω στο μικρό λόφο έχει στηθεί το σκηνικό του θανάτου. Είναι ο
τόπος του μαρτυρίου με το αλυσοδεμένο ανθρώπινο καραβάνι που τρέφει το
δέντρο του διχασμού.
Η μικρομάνα παραμένει σύμβολο αρετής, φύλακας άγρυπνος της
αφοσιωμένης μητέρας και δεν επιτρέπει τη σφαγή του παιδιού της. Οι
στιγμές της ζωής τελειώνουν. Ο ουρανός στέκεται πάνω από τους
μελλοθάνατους και παρακολουθεί το χαλασμό. Το αίμα κι οι βόγγοι κυλάνε
στο απύθμενο βάραθρο. Το βουνό που κρύβει τ’ άψυχα κορμιά στους κόρφους
του, βαστάει την ανάσα του κι αφουγκράζεται το δράμα. Τα χαμόκλαδα και
τα ελάτια μένουν βουβά στην τρομαγμένη ερημιά που την περιζώνει ο χάρος.
Κι όταν ήρθαν οι λεύτερες μέρες κι οι συγγενείς των σφαγμένων έστησαν
τις τροχαλίες κι έβγαζαν τα σαπουνοποιημένα πτώματα από το Βάραθρο στο
Κακοβούνι, ανέβασαν την Παρασκευούλα του Αγγελή του Μπάρλα πάνω στη γη
με τη νάκα πάνω της. Τρανή βεβαίωση της βοσκοπούλας μάνας που δεν άφησε
να μακελέψουν το μωρό της κι αγωνίστηκε να το προστατέψει και μέσα στον
Άδη…»
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΙ ΣΚΛΑΒΩΜΕΝΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ
1941-1944 ΚΑΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΜΟ ΠΟΥ ΠΕΡΙΛΑΜΒΑΝΕΙ ΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΑΧΑΙΑΣ ΚΑΙ
ΗΛΕΙΑΣ.
ΙΟΥΛΙΟΣ 1944 ΦΕΝΕΟΣ – ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ ΤΗΣ 7μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΑΝΑΜΑΝΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΕΛΑΣΙΤΕΣ.
1943 -1944 ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΑΣΙΤΩΝ ΣΤΑ ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ – ΦΕΝΕΟ ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ 4μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 6 και 4 Ετών.
ΣΥΓΚΡΙΝΕΤΕ ΑΥΤΟ ΜΕ ΤΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΤΗΣ ΕΦΗΜΕΡΙΔΟΣ ΕΜΠΡΟΣ ΑΡ 22) ΠΑΡΑΚΑΤΩ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΡΣΗ ΤΩΝ ΠΤΩΜΑΤΩΝ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΕΝΑ ΧΡΟΝΟ ΜΕΤΑ.
1943-1944 ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΕΣ ΥΠΟ ΤΩΝ ΕΛΑΣΙΤΩΝ, ΑΙΓΙΑΛΙΑ – ΚΑΛΑΒΡΥΤΑ –
ΦΕΝΕΟ ΞΕΚΛΗΡΙΣΜΑ 4μελους ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΣ ΜΕΤΑ ΤΩΝ ΤΕΚΝΩΝ 14 ΚΑΙ 11 Ετών.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 10-6-1945
Βάραθρο Φενεού, Ανάσυρση πτωμάτων ένα χρόνο μετά.
Αρ.16) 15χρονο παιδάκι.
Αρ. 22) και συγκρίνετε με τη σελίδα του βιβλίου 110 παραπάνω 6χρονο και 7χρονο αγγελούδι μαζί με τη μητέρα τους.
Αρ. 41) ακόμα και δυο μηνών αγγελούδι ανασύρθηκε νεκρό από την τρύπα!
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 13-6-1945
ΦΕΝΕΟΣ, ΣΕ 400 ΥΠΟΛΟΓΙΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΕΝΑΜΙΣΗ ΜΗΝΑ ΜΟΝΟ – ΞΕΚΛHΡIΣΑΝ
ΤΗΝ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΤΗΣ, ΒΙΑΣΑΝ ΤΗΝ ΑΔΕΡΦΗ ΤΗΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΧΕ ΑΔΕΡΦΟ ΑΕΡΟΠΟΡΟ
ΣΤΟ ΚΑΪΡΟ ΚΙ ΑΥΤΟ ΚΑΤΑ ΤΗ ΓΝΩΜΗ ΚΑΠΟΙΩΝ ΗΤΑΝ ΕΓΚΛΗΜΑ. ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ, ΓΙΑ ΤΟ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙ ΠΟΥ ΒΙΑΣΑΝ ΚΑΙ ΓΙΑ ΤΑ ΚΟΡΙΤΣΙΑ
ΠΟΥ ΕΧΑΣΕ Ο ΧΑΡΟΚΑΜΕΝΟΣ ΠΑΤΕΡΑΣ.
ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 12-6-1945 και ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΜΠΡΟΣ 6-194.
ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΣΤΑ ΑΠΟΚΟΜΜΑΤΑ.
elldiktyo.blogspot.gr
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ
ΕΔΩ