Η Κύπρος το 1878 είχε πουληθεί σαν ένα κτήμα από τους τούρκους στους εγγλέζους. Η Αγγλία από το 1878 εφάρμοσε μια αποικιοκρατικού τύπου διακυβέρνηση στην Κύπρο, συμπεριφερόμενη στους Έλληνες της Κύπρου σαν τους ιθαγενείς σε εξωτικά μέρη που είχαν για αποικίες. Εκμεταλλεύονταν την γη, τους πόρους, τους ανθρώπους της με τον χειρότερο τρόπο και χρησιμοποιώντας την σαν μια τεράστια στρατιωτική βάση στραμμένη προς την Μέση Ανατολή.
Οι Έλληνες της Κύπρου δεν μπορούσαν να ζήσουν σκλάβοι αφήνοντας τον τούρκο τύραννο για να καταλήξουν στον στυγνό εγγλέζο αποικιοκράτη. Ζούσαν συνεχώς μέσα σε ένα κλίμα φόβου! Από την μια οι τουρκοκύπριοι και από την άλλη οι Βρετανοί, που καταδυνάστευαν με τα στρατεύματά τους το ολόκληρο το νησί.
Σε αυτήν την εποχή γεννήθηκε ο Ανδρέας Ζάκος, στις 12 Νοεμβρίου του 1931, στο χωριό Λινού της επαρχίας Λευκωσίας, αλλά μεγάλωσε στο χωριό Λεύκα. Γονείς του ήταν ο Χαρίλαος και η Αφροδίτη Ζάκου και είχε τέσσερα αδέλφια, τον Γιώργο, τον Αδόλφο, την Αστέρω και την Ευρούλα.
Από τα παιδικά του χρόνια φάνηκε η κλίση του στην μουσική και στην ποίηση. Μεγαλώνοντας φοίτησε στο Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας και στην Ελληνική Σχολή της Σολέας. Επίσης, του άρεσε να μαθαίνει ξένες γλώσσες, μα προ πάντων μελετούσε όποιο βιβλίο αφορούσε την ιστορία της πατρίδας του.
Μόλις τελείωσε τις σπουδές του έπιασε δουλειά ως σχεδιαστής στην Κυπριακή Μεταλλευτική Εταιρεία.
Ο Ζάκος δούλευε σκληρά αλλά ποτέ δεν ξεχνούσε την αγάπη του για την πατρίδα και την ελευθερία της. Από νωρίς εντάχθηκε σε εθνικές οργανώσεις που σκοπό είχαν την απελευθέρωση της Κύπρου από τους εγγλέζους και την πολυπόθητη ένωση με την Μητέρα Ελλάδα. Ο Ανδρέας εντάχθηκε από την ίδρυση της στην ΕΟΚΑ, ξεκινώντας τις δολιοφθορές κατά αγγλικών στόχων. Δραστηριοποιήθηκε στις περιοχές Λεύκας-Πύργου μεταφέροντας οπλισμό σε διάφορα σημεία, φτιάχνοντας κρησφύγετα για τα παλληκάρια της ΕΟΚΑ και στρατολογώντας νέους για τον ανταρτοπόλεμο. Εντάχθηκε στην αντάρτικη ομάδα της περιοχής της Γαλήνης και έπαιρνε οδηγίες οργανώνοντας δολιοφθορές από τον ίδιο τον Διγενή.
Στην περιοχή του οι δολιοφθορές πλήθαιναν. Στις 15 Δεκεμβρίου του 1955 μαζί με την ομάδα του τον Μάρκο Δράκο, τον Χαρίλαο Μιχαήλ και τον Χαράλαμπο Μούσκο έστησαν ενέδρα στην περιοχή Μερσινάκι κατά βρετανικού στρατιωτικού οχήματος. Οι Έλληνες μαχητές πυροβόλησαν κατά του οχήματος και οι σφαίρες σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια των εγγλέζων. Ένας από αυτούς έπεσε ακαριαία νεκρός και δυο από αυτούς τραυματίστηκαν. Οι υπόλοιποι εγγλέζοι βγήκαν έξω από το όχημα και ανταπέδωσαν τα πυρά. Ο άγγλος αξιωματικός ζήτησε ενισχύσεις μέσω του ασυρμάτου, καθώς η μάχη άναψε για τα καλά και η μυρωδιά του μπαρουτιού γέμισε την ατμόσφαιρα.
Ο Ανδρέας γνώριζε ότι σε λίγη ώρα θα κατέφθαναν ενισχύσεις, κι έτσι αποφάσισαν να διαφύγουν με τα όπλα τους. Ο Χαράλαμπος Μούσκος τραυματίστηκε σοβαρά, διότι οι σφαίρες γάζωσαν το κορμί του. Οι ανάσες του ήταν κοφτές και τα μάτια του έκλειναν. Πάνω στην διαφυγή τους τραυματίστηκαν επίσης ο Ανδρέας Ζάκος και ο Χαρίλαος Μιχαήλ. Το αίμα των παλληκαριών πότισε την γη της Κύπρου, την γη των Ελλήνων. Ο ταγματάρχης Κούμπς, ο επικεφαλής της φάλαγγας με το όπλο του σημάδεψε τον Χαράλαμπο Μούσκο και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ, χωρίς καμιά τύψη. Τέτοιοι ήταν οι «πολιτισμένοι» εγγλέζοι. Ο Ανδρέας Ζάκος μαζί με τον Χαρίλαο Μιχαήλ πιάστηκαν αιχμάλωτοι, όντας τραυματισμένοι. O μόνος που διέφυγε από την μέγγενη του θανάτου ήταν ο Μάρκος Δράκος. Μεταξύ του Ανδρέα και του ταγματάρχη έγινε ένας σύντομος διάλογος. O Kούμπς τον ρώτησε γιατί τους χτύπησε; Tο παλληκάρι χωρίς να κομπιάσει, παρ' όλο που ήταν πια στα χέρια των δημίων του απάντησε: «Γιατί είμαι Έλληνας και αγωνίζομαι για την ελευθερία της πατρίδας μου». Ο εγγλέζος ταγματάρχης τα έχασε και σκέφθηκε πως απέναντι τού είχε, όχι έναν απλό εχθρό, αλλά έναν ορκισμένο εχθρό, έναν αγνό ιδεολόγο Εθνικιστή που δεν θα σταματούσε με τίποτε την δράση, παρά μόνο αν πέθαινε.
Ο Ζάκος δάρθηκε ανηλεώς όπως γινόταν με όλους τους αγωνιστές της ΕΟΚΑ που είχαν την ατυχία να συλληφθούν από τα εγγλέζικα κτήνη. Ο Ανδρέας όμως, αν και ήταν μόλις 25 χρονών, δεν ήταν δειλός, ούτε φοβήθηκε ποτέ του τους δυνάστες της πατρίδας. Γνώριζε τα μαρτύρια που θα περνούσε για να ομολογήσει, για να προδώσει τους συναγωνιστές του, αλλά ήταν φτιαγμένος από την στόφα του Ήρωα, όπως και όλοι οι μαχητές της ΕΟΚΑ. Σε αντίποινα, η ΕΟΚΑ απήγαγε τον Βρετανό πολίτη Τζον Κρήμερ, απαιτώντας από τους εγγλέζους την απελευθέρωση του Ζάκου και δύο ακόμη συναγωνιστών του. Ο Ανδρέας όμως δείχνοντας το πραγματικό πρόσωπο του ανιδιοτελούς αγωνιστή και την Τιμή του Έλληνα μαχητή, ζήτησε από την ΕΟΚΑ να μην εκτελέσει τον Βρετανό αλλά να τον απελευθερώσει. Αυτό ήταν το ήθος του Ανδρέα Ζάκου, ακόμη και στις φυλακές περιστοιχισμένος από εγγλέζους που του έκαναν την κάθε ώρα της ζωής του μαύρη. Όταν τον επισκέφτηκαν οι γονείς του, ο εγγλέζος αρχιφύλακας φανερά συγκινημένος έσφιξε τα χέρια που τον ανέθρεψαν και είπε: «Μίλησα μαζί του και με εντυπωσίασε. Συγχαρητήρια για τον γιο σας. Μου έδωσε το μαντήλι του για ενθύμιο». Ακόμα και οι μισητοί εχθροί εξήραν το ήθος και την αξιοπρέπεια του Ανδρέα μπροστά στην αγχόνη. Οι φυλακές της Λευκωσίας ήταν γεμάτες από ΄ΗΡΩΕΣ της ΕΟΚΑ, από λιοντάρια που μάχονταν για την Ελευθερία της Κύπρου μας, της Κύπρου των Ελλήνων, την Κύπρο του Τεύκρου, του Ευαγόρα, του Ονήσιλου, του Κίμωνα.
Στην δίκη, αντί να του δίνουν θάρρος, έδινε ο Ανδρέας θάρρος στους γονείς του σαν να ήταν απλός παρατηρητής. Δεν τον ένοιαζε τι θα γινόταν το κορμί του. Αυτός ήξερε πως έκανε το σωστό. Άκουσε την καταδίκη του σε θάνατο από τον εγγλέζο δικαστή Σω σαν να μην τον αφορά. Ο Ανδρέας ήταν πια πάνω από τα επίγεια και βάδιζε στην αθανασία χωρίς κλάψες, χωρίς μεμψιμοιρίες, χωρίς κανένα παράπονο, χωρίς καμιά θλίψη, αλλά με ένα πλατύ χαμόγελο. Οι φυλακές αντηχούσαν από πατριωτικά και θρησκευτικά τραγούδια, όχι τραγούδια πένθιμα, μιας και δεν αξίζουν τέτοια τραγούδια σε 'ΗΡΩΕΣ. Ο Ανδρέας σαν τελευταία επιθυμία ζήτησε να βαδίσει προς την αγχόνη υπό τους ήχους της «ηρωικής συμφωνίας» του Μπετόβεν. Ακόμα και οι δεσμώτες ανατρίχιαζαν με το θάρρος αυτού του παλληκαριού. Το βλέμμα του καθάριο, απαλλαγμένο από κάθε λύπη κοιτούσε ψηλά. Δεν ανήκε πια σε αυτόν εδώ τον κόσμο, αλλά βάδιζε προς τα Ιλίσια πεδία των ΗΡΩΩΝ, εκεί που πήγαιναν όσοι πολέμησαν και δόξασαν με τις θυσίες τους τον Ελληνισμό. Ζήτησε από τον δήμιο να τελειώνει όσο γίνεται γρηγορότερα για να πάει μια ώρα αρχύτερα δίπλα στους άλλους, τους Εθνομάρτυρες του Ελληνισμού. Ο Εθνικός ύμνος της Ελλάδας αντηχούσε μέσα στα ασφυκτικά κελιά, τραντάζοντας τους τοίχους και ανατριχιάζοντας τους εγγλέζους από την δύναμη ψυχής που έβλεπαν μπροστά τους. Αυτοί που βρίσκονταν μέσα στα κελιά των κατακτητών, ήταν πιο ελεύθεροι από όλους, είχαν απελευθερωθεί από τα ανθρώπινα, αγγίζοντας την θέωση. Ως τελευταία επιθυμία ζήτησε από έναν εγγλέζο στρατιώτη να διαβιβάσει στον Γρίβα Διγενή να συνεχίσει τον αγώνα μέχρι να ελευθερωθούν τα άγια χώματα της γης του Τεύκρου. Όταν του είπαν πως αυτό δεν γίνεται, αυτός απάντησε πως «κάποιος θα βρεθεί να το διαβιβάσει». Τραγουδούσε μέχρι την αγχόνη πατριωτικά τραγούδια και φώναζε συνθήματα υπέρ της ένωσης με την Ελλάδα και της Ελευθερίας.
Η αγχόνη περάστηκε στον λαιμό του Ανδρέα Ζάκου, το πάτωμα υποχώρησε και το κορμί του ήρωα τινάχτηκε σαν να το χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, αλλά ο Ανδρέας δεν έβγαλε μιλιά. Πέταξε η ψυχή του σαν αετός στα ουράνια στις 9 Αυγούστου του 1956 σε ηλικία 25 χρονών.Του ανδρειωμένου ο θάνατος, θάνατος δεν λογιέται.
ΑΘΑΝΑΤΟΣ!
Αίας ο Τελαμώνιος
Τ. Ο. Καβάλας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου