Παρασκευή 4 Μαρτίου 2016

Γρηγόρης Αυξεντίου [22 Φεβρουαρίου 1928 - 3 Μαρτίου 1957]

afksentioy 01

Γρηγόρης Αυξεντίου, γιος του Πιερή Αυξεντίου και της Αντωνούς Γρηγορά από τη Λύση της Μεσαορίας. Τουρκοκατεχόμενη σήμερα. Ο μετέπειτα Υπαρχηγός της ΕΟΚΑ και για πάντα, ο Σταυραετός του Μαχαιρά.

Γρηγόρης ΑυξεντίουΟ Γρηγόρης Αυξεντίου γεννήθηκε στο χωριό Λύση της επαρχίας Αμμοχώστου. Μετά το δημοτικό σχολείο φοίτησε στο Ελληνικό Γυμνάσιο Αμμοχώστου και είχε μεγάλη αδυναμία στη Ιστορία. Ως μαθητής υποδύθηκε το ρόλο του Αρχιεπισκόπου Κυπριανού σε δράμα με βάση το γνωστό ποίημα του Βασίλη Μιχαηλίδη «Η 9η Ιουλίου 1821». Μετά τη θυσία του στο Μαχαιρά, ο γυμνασιάρχης του δήλωσε: «Ο Γρηγόρης ήταν υπέροχος… Έπαιξε το ρόλο του Εθνομάρτυρα Κυπριανού και στη ζωή όπως και στο δράμα».
Όνειρο του Γρηγόρη ήταν να αξιωθεί να φορέσει την τιμημένη στολή του Έλληνα αξιωματικού. Αυτό γίνεται πραγματικότητα και φοιτά στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού στην Ελλάδα. Από τα σημαντικά γεγονότα της παραμονής του στην Ελλάδα ήταν η γνωριμία του με τον Κυριάκο Μάτση. Οι συζητήσεις τους πολύωρες και ατελείωτες. Οι διαδρομές τους παράλληλες, που οδήγησαν και τους δύο στην αθανασία.
Τελειώνοντας τη θητεία του, ο Γρηγόρης επέστρεψε στην Κύπρο και τον Γενάρη του 1955 μυήθηκε στην Ε.Ο.Κ.Α. Ο Αρχηγός της Οργάνωσης αντί του καθιερωμένου όρκου, δέχτηκε το λόγο της στρατιωτικής του τιμής. Την 1η Απριλίου ξεκινά ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας με στόχο την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα και τον Αυξεντίου πρώτο τομεάρχη της ΕΟΚΑ στην περιοχή Αμμοχώστου. Από την αρχή, οργάνωσε τις επιθέσεις της 1ης Απριλίου 1955 στη Δεκέλεια και ενέπνευσε ολόκληρη την επαρχία Αμμοχώστου. Συνέχισε με μάχες, επιδρομές και ενέδρες και άλλη δράση ως το τέλος.
Μετά την επικήρυξη του από τους Άγγλους, καταφεύγει στην οροσειρά του Πενταδάκτυλου, αρχικά στον Καραβά, όπου οργανώνει την επαρχία Κερύνειας. Στο μοναστήρι της Αχεροποιήτου στεφανώνεται με την αρραβωνιαστικιά του Βασιλική. Λίγες μέρες αργότερα, σε μια παράτολμη και καταδρομική επιχείρηση, κτυπά με την ομάδα του το στρατόπεδο της Αγύρτας, με απόλυτη επιτυχία. Ακολούθως, μετακινείται στην περιοχή Ακανθούς στα μαύρα όρη για νέα δράση. Κατόπιν προδοσίας μετακινείται στην περιοχή Πιτσιλιάς, όπου έμελλε να σώσει τον Αρχηγό Διγενή όταν δύο ομάδες Βρεττανών στρατιωτών κατευθύνονταν προς το χωριό Σπήλια, σε ύψωμα όπου βρισκόταν ο Αυξεντίου με συναγωνιστές του και πιο πίσω ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ με τους επιτελείς του και με ορατό τον κίνδυνο σύλληψής τους. Ο Αυξεντίου με τη στρατιωτική οξυδέρκεια που τον διέκρινε, αφού έδιωξε τους συντρόφους του, την κατάλληλη στιγμή πυροβόλησε εναντίον των 2 ομάδων που νόμισαν ότι βάλλονταν από άντρες της ΕΟΚΑ και ξεκίνησαν να αλληλοπυροβολούνται με αποτέλεσμα το θάνατο και τον τραυματισμό δεκάδων από αυτούς.
Μέσα στην Οργάνωση είχε διάφορα ψευδώνυμα: «Ρήγας», «Αίαντας», «Άρης», «Ανταίος» και «Ζώτος». Το πλέον καθιερωμένο ήταν το Ζήδρος ενώ οι συναγωνιστές του στο βουνό τον αποκαλούσαν «Μάστρο».
Στις 31 Δεκεμβρίου του 1956, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κυκλώνεται με τα παλικάρια του στο χωριό Ζωοπηγή και ακολουθεί άλλη μια σφοδρή σύγκρουση. Ο Αυξεντίου τραυματίζεται, αλλά διαφεύγει και πάλι.
Η τελευταία πράξη του παίχτηκε στις 3 Μαρτίου του 1957. Οι Άγγλοι στρατιώτες, μετά από προδοσία και πάλι, περικύκλωσαν το κρησφύγετό του κοντά στη Μονή της Παναγίας του Μαχαιρά. Στην ομάδα του ήταν άλλοι τέσσερεις αγωνιστές τους οποίους διέταξε να βγουν από το κρησφύγετο για να σωθούν. Αυτός, τραυματισμένος από θραύσμα χειροβομβίδας, έμεινε και πολέμησε επί 10 ώρες τους εχθρούς.
Αρχικά 60 Άγγλοι τον περικύκλωσαν και τον καλούν να παραδοθεί. Εκείνος τους αντιμετωπίζει με το αρχέγονο «Μολών Λαβέ». Η μάχη ξεκινά με ανταλλαγή πυρών. Σε κάποια φάση της μάχης όταν ο συναγωνιστής του Αυγουστής στάληκε από τους Άγγλους για να τον βγάλει έξω θεωρώντας τον νεκρό, αυτός τους φωνάζει :
«Τώρα είμαστε δύο. Ελάτε να μας πάρετε».
Η μάχη συνεχίστηκε ως το απόγευμα. Προσπάθειά τους ήταν να κρατηθούν μέχρι να νυχτώσει και επωφελούμενοι από το σκοτάδι να διαφύγουν. Οι Άγγλοι ζητούν πρόσθετες ενισχύσεις οι οποίες καταφθάνουν. Ταυτοχρόνως, με ελικόπτερα περιέλουσαν το κρησφύγετο με βενζίνη και πυρπόλησαν την περιοχή. Τα πάντα λαμπαδιάζουν και φλέγονται. Και ο Αυξεντίου παραμένει αγέρωχος στο κρησφύγετο. Δεν υπήρχε εγκόσμια δύναμη να του αλλάξει την απόφασή του.
Σαν σίφουνας ταξίδεψε το κακό μαντάτο σε όλη την Κύπρο. Ήταν σήκωσες και τότε. Τα φαγητά έμειναν στην μέση στα τραπέζια. Το αίμα πάγωσε. Η μάνα του Αντωνού Αυξεντίου, σαν σύγχρονη Σπαρτιάτισσα γράφει για τον γιο της:
«Χαλάλιν της Πατρίδας μου, ο γιος μου, η ζωή μου
τζι’ αφού εν επαραδόθηκεν
τζι’ έμεινε τζαι σκοτώθηκε,
ας έσιει την ευτζήν μου.»

Οι Άγγλοι δεν επέτρεψαν την ταφή του απανθρακωμένου πτώματος του Αυξεντίου στην γενέτειρα του και τον έθαψαν στα Φυλακισμένα Μνήματα. Εκεί, ανάμεσα σε τέσσερεις τοίχους από πουρόπετρα, εκεί κάτω από τις ταφόπλακες είναι τα σπλάχνα μας. Τα Φυλακισμένα Μνήματα μαζί με τον Τύμβο στην Μακεδονίτισσα αποτελούν την κιβωτό της μνήμης του Κυπριακού Ελληνισμού. Η θυσία του Αυξεντίου συγκίνησε όλο τον Ελληνισμό, αλλά και πολλούς ξένους ανάμεσα τους και Άγγλους.
Η θυσία του συγκλονίζει το μεγάλο ποιητή της Ρωμιοσύνης Γιάννη Ρίτσο ο οποίος εμπνέεται ένα από τα συγκλονιστικότερα ποιήματα του με τίτλο «Αποχαιρετισμός», όπου ο Αυξεντίου μέσα στο κρησφύγετό του δίνει τη μάχη και μονολογεί:
«Τέλειωσαν πια τα ψέματα – δικά μας και ξένα
Η φωτιά η παντάνασσα πλησιάζει. Δεν μπορείς πια
Να ξεχωρίσεις αν καίγεται σκοίνος ή φτέρη ή θυμάρι.
Η φωτιά πλησιάζει.
…Μα ποιος θα σας μεταδώσει τούτη τη στιγμή ;

Δεν τη χωράνε τα λόγια, τα χέρια, τα μάτια, ούτε η πράξη, ούτε η σκέψη – είναι μεγάλη σαν εκείνο που λέμε πατρίδα μεγάλη σαν αυτό που λέμε γη μεγάλη σαν όλο τον κόσμο.

Ποτέ δε θα μπορούσα να πιστέψω πως η στενότητα μιας σπηλιάς μπορούσε να έχει τόση ευρυχωρία,
μπορούσε να χωρέσει την πατρίδα με τις ελιές της,
τ’ ακρογιάλια της, τα βάσανά της, με τα καΐκια της
μ’ ολάνοιχτα πανιά, τον κόσμο με τα φλάμπουρά του, τα όνειρά του, τις καμπάνες του, και τα μικρά αγριόχορτα.»

Ελληνίδες και Έλληνες, αυτά δεν είναι παραμύθια. Τα έζησαν δικοί μας άνθρωποι και κάποιοι βρίσκονται ακόμη ανάμεσά μας. Και θα τα κρατήσουμε σαν ιερές παρακαταθήκες. Γιατί στις 3 του Μάρτη την ώρα που ξεψυχούσε ο Γρηγόρης στον Μαχαιρά, εκείνη την στιγμή γεννήθηκε ο Γρηγόρης της Ρωμιοσύνης ανάμεσα στα ματωμένα γόνατα της πλάσης.
«Εκείνη τη στιγμή, όλες οι καμπάνες της Γης σήμαναν μεμιάς. Όλα τα ανθρώπινα μέτωπα ψηλά. Όλες οι καρδιές μεσίστιες. Στο χωριό Λύση, ανάμεσα Λευκωσία κι Αμμόχωστος, η μάνα του έσφιξε το μαύρο της τσεμπέρι κάτου απ’ το δυνατό σαγόνι της κ’ είπε ακριβώς τα λόγια που περίμενε ο γιος της : ” … Κάλλιο μια φούχτα τιμημένη στάχτη, παρά γονατισμένος ο λεβέντης μου “. Ο πατέρας του πάλι, σαν πήγε στο στρατιωτικό νοσοκομείο της Λευκωσίας, αναγνώρισε το καμένο παιδί του απ΄ τις χοντρές ελληνικές κοκάλες του κι από κείνο το χρυσό κωνσταντινάτο που άχνιζε στον κόρφο του και στον κόρφο του κόσμου.»
Σε καιρούς ύποπτους, σε καιρούς οικονομικής δυσπραγίας και δυστυχίας με την καθημερινότητα να μας πιέζει αλλά και με την κατοχή να μας καταπλακώνει, σε καιρούς παράξενους όπου επικρατούν τα επικοινωνιακά παίγνια, οι εντυπώσεις και τα πομπώδη, σημασία έχει να αντιληφθούμε το αυθεντικό μας χρέος. Θα αντέξουμε; Θα προασπιστούμε την συλλογική μας εθνική ιδιοπροσωπεία και την πίστη μας; Θα μείνουμε στα αληθινά και γνήσια; Θα διεκδικήσουμε ό, τι μας ανήκει ως Έλληνες και Ευρωπαίοι; Ή θα μετατραπούμε σε ευρωπαίους δεύτερης κατηγορίας και θα παραδοθούμε στη λήθη, θα ενδώσουμε στα πρόσκαιρα και στην ιδιοτέλεια;
Ο Γρηγόρης δεν χάθηκε ενόσω ονομάζουμε με το όνομα του Σωματεία μας όπως εδώ στην Λακατάμεια. Κι όταν χτυπούν καμπάνες μακριά. Όταν θα λέμε Χριστός Ανέστη. Όταν θα ψάλλουμε απ΄τα κόκκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά. Όταν θα ακούεται το κλάμα ενός μωρού. Όταν το φεγγάρι θα βγαίνει ολόλαμπρο μέσα από την θάλασσα. Η σκέψη μας ας ταξιδεύει στα θαμμένα σπλάχνα μας, ξεκινώντας από τον Μαχαιρά μέχρι τα Φυλακισμένα Μνήματα και από κεί, πέρα στον Τύμβο και στο δρόμο για την Κερύνεια, την Μόρφου, την Αμμόχωστο, τη Λύση και τα άλλα καρτερικά ελληνικά ονόματα. Το έχουμε ανάγκη εμείς για να μην χαθούμε. Για να είμαστε άξιοι της δικής τους θυσίας.
Απευθυνόμενος στους γονείς που μεταλάβατε των αχράντων μυστηρίων προηγουμένως με ευλάβεια μαζί με τα παιδιά σας, μην διστάσετε να μιλήσετε για τα σπλάγχνα μας στα παιδιά σας. Να τους μιλήσετε για το κυπαρίσσι του Γρηγόρη που φλέγεται ακόμη εκεί πάνω στον Μαχαιρά. Να τους εξιστορήσετε τα γεγονότα με λεπτομέρεια. Γιατί η κάθε στιγμή έχει τη σημασία της.
Κι εμείς σήμερα, σφίγγουμε το σαγόνι μέσα στον πόνο και την δυστυχία της οικονομικής κρίσης. Σφίγγουμε τις καρδιές μας λόγω της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής και της υποκρισίας των ξένων. Αλλά καρτερούμε. Όπως καρτερά το Καράβι της Κερύνειας αιχμάλωτο στο Κάστρο της Κερύνειας και έχει μετουσιωθεί σε σύγχρονο σύμβολο ανυπότακτης καρτερίας επειδή μεταφέρει ένα κομμάτι της ψυχής μας.
Εμείς, αξίζει να ζούμε επειδή έχουμε λόγους να θυσιάσουμε τη ζωή μας. Για μερικούς αμφορείς. Για κάποια σαπιόξυλα από ελληνικά ναυάγια. Για μερικές αρχαίες κολώνες φαγωμένες από την αλμύρα και το φως της Μεσογείου. Για μερικούς πεταγμένους σταυρούς και σκουριασμένες καμπάνες. Για κάποια κρησφύγετα στις πλαγιές των βουνών που διαλαλούν ανά τους αιώνες την ελληνική μας συνέχεια και ταυτότητα. Σε αυτή μας την πορεία, ως πυξίδα μας φωτίζει τον δρόμο το κυπαρίσσι του Γρηγόρη Αυξεντίου που δακτυλοδείχνει τη μέρα του γυρισμού στην κατεχόμενη γη μας. Την μέρα της Ελευθερίας.



Πηγή: Αβέρωφ                       ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ     ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: