Η τράπεζα αποτελεί την κορυφή του
παγόβουνου, αφού γαλλικά, ιταλικά, ισπανικά, βρετανικά και ελβετικά
ιδρύματα αντιστοίχου μεγέθους, αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα
επιβίωσης – εντός ενός εκρηκτικού περιβάλλοντος
(To άρθρο αποτελείται από 2 Σελίδες)
.
«Η ανακοίνωση της Ευρώπης, σύμφωνα με την οποία δεν θα διενεργηθεί τεστ αντοχής στις ελληνικές τράπεζες το Φθινόπωρο, δεν είναι καθόλου καθησυχαστική – ειδικά επειδή οι νέες κεφαλαιοποιήσεις δεν θα γίνονται με το συνήθη τρόπο, αλλά με τη βοήθεια των ομολογιούχων, των μετόχων και των καταθετών τους, πριν απαιτηθεί τυχόν διάσωση τους από τα κράτη, με τα χρήματα των φορολογουμένων τους.Τυχόν καθυστέρηση πάντως των κατασχέσεων και των πλειστηριασμών, σε συνδυασμό με την ενδεχόμενη αύξηση των κόκκινων δανείων, λόγω της ύφεσης, των νέων μέτρων λιτότητας κοκ., θα καθιστούσε μάλλον απαραίτητη μία επόμενη αύξηση κεφαλαίου των τραπεζών – οπότε θα δημιουργούταν καινούργια προβλήματα στην ελληνική κοινωνία» (Άρης Ο.).
.
Άρθρο
Το χειρότερο δυνατόν που μπορεί να συμβεί σε μία τράπεζα, πόσο μάλλον όταν θεωρείται ως η μακράν μεγαλύτερη βόμβα στα θεμέλια της Γερμανίας και της Ευρώπης των πολλών χρεοκοπημένων τραπεζών, είναι αυτά που δήλωσαν ο διοικητής της, καθώς επίσης ο οικονομικός της διευθυντής: «Η Deutsche Bank είναι σε θέση να πληρώσει τους τόκους για τα πολύ επικίνδυνα ομόλογα της«.
Η παραπάνω ανακοίνωση μοιάζει με το
προοίμιο της παραδοχής της πτώχευσης – ενώ όλες οι δηλώσεις στήριξης της
που ακολούθησαν, μεταξύ των οποίων του κ. Σόιμπλε και του κεντρικού
τραπεζίτη της Γερμανίας, θυμίζουν σε μεγάλο βαθμό την Ελλάδα πριν από τη
χρεοκοπία της. Τότε που ο πρωθυπουργός της, μαζί με τον υπουργό οικονομικών του, απειλούσαν τους κερδοσκόπους – ισχυριζόμενοι πως θα έχαναν τα χρήματα τους, εάν στοιχημάτιζαν εναντίον της οικονομίας μας.
Βέβαια η μετοχή της τράπεζας
«αναθάρρησε», ειδικά μετά την ανακοίνωση της πως θα ξαναγοράσει κάποια
ομόλογα, από αυτά που κατέχουν οι επενδυτές της – αν και πρόκειται για
σταγόνα στον ωκεανό (4,8 δις €), αφού δεν έχει καταφέρει ακόμη να
ξεφύγει από το αδιέξοδο, στον οποίο την οδήγησε η παράλογη διαχείριση
των οικονομικών της (άρθρο). Εύλογα λοιπόν πολλοί την εξισώνουν με την Lehman Brothers – πόσο μάλλον όταν η διαγραμματική εικόνα της εμφανίζει καταπληκτικές ομοιότητες.
.
.
Περαιτέρω, όπως και να έχει η τράπεζα αποτελεί πλέον ένα χαρτί για τους κερδοσκόπους – αφού οι μακροπρόθεσμοι επενδυτές έχουν ήδη αποχαιρετίσει τη μετοχή της, η οποία έχει μετατραπεί σε ασανσέρ.
Πολλές μεγάλες γερμανικές επενδυτικές εταιρείες έχουν μειώσει από την
περασμένη άνοιξη τη συμμετοχή τους σε ελάχιστα ποσοστά – ενώ στις
χρηματαγορές τα ασφάλιστρα κινδύνου της (CDS), έχουν αυξηθεί σε επίπεδα
που θυμίζουν τη χειρότερη εποχή της κρίσης του 2008.
Όλα αυτά οφείλονται προφανώς σε μεγάλο βαθμό στην ίδια, η οποία έκανε τα πάντα στο παρελθόν, για να γίνει η μεγαλύτερη τράπεζα της ισχυρότερης οικονομίας της Ευρώπης – με αποτέλεσμα να υπερεκτιμήσει η αλαζονική διοίκηση της τις δυνατότητες της.
Έτσι κατάντησε να έχει μία
χρηματιστηριακή αξία πολύ μικρότερη από τους περισσότερους ανταγωνιστές
της, έναν εντελώς αδιαφανή ισολογισμό, καθώς επίσης μία αστρονομική έκθεση σε παράγωγα προϊόντα, την οποία κανένας δεν μπορεί να κατανοήσει
(της τάξης των 47 τρις € σήμερα ή 15 φορές το ΑΕΠ της Γερμανίας, μετά
τις μεγάλες προσπάθειες μείωσης τους στο πρόσφατο παρελθόν). Ούτε καν το
υψηλόβαθμο στελεχιακό της δυναμικό, το οποίο δεν μπορεί να πιστέψει στα
μάτια του.
.
Η οικονομική κατάρρευση
Συνεχίζοντας, η τράπεζα που δεν ήθελε για τίποτα στον κόσμο να διακινδυνεύσει τη φήμη και την αξιοπιστία της, έχει δαπανήσει από το 2012 το ποσόν των 12,7 δις € σε νομικές αντιπαραθέσεις – περί το 1 δις € περισσότερα, από τις αυξήσεις κεφαλαίου που διενήργησε στο ίδιο χρονικό διάστημα.
Εν τούτοις, οι ποινές και οι διώξεις
εναντίον της για πολλά άλλα ζητήματα συνεχίζονται – παρά το ότι ο νέος
διοικητής της ισχυρίζεται πως τα χειρότερα έχουν περάσει. Για
παράδειγμα, απειλείται από το σκάνδαλο ξεπλύματος μαύρου χρήματος του υποκαταστήματος της στη Μόσχα, καθώς επίσης από τα πολύ ζημιογόνα ενυπόθηκα ομόλογα στις Η.Π.Α. – τα οποία δεν κατάφερε να ξεφορτωθεί έγκαιρα.
Εύλογα λοιπόν πολλά ηγετικά στελέχη της αναζητούν νέες θέσεις εργασίας – γνωρίζοντας πως ο καταναγκαστικός περιορισμός του τζίρου της, δεν θα της επιτρέπει μεγάλα περιθώρια κερδοφορίας.
Επί πλέον, θα αντιμετωπίσει προβλήματα, ανάλογα με αυτά των υπολοίπων
χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων – όπως τον αυστηρότερο έλεγχο των κρατικών
υπηρεσιών, τη μείωση της κερδοφορίας της λόγω των μηδενικών ή αρνητικών βασικών επιτοκίων, τον ανταγωνισμό των διαδικτυακών τραπεζών κοκ.
Όσον αφορά τους μετόχους της, θα πρέπει να αποδεχτούν τη μη είσπραξη μερισμάτων για δύο χρόνια – κάτι που δεν έχει συμβεί ποτέ μέχρι σήμερα, μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο.
Φυσικά οι προμήθειες (Bonus) των στελεχών της θα μειωθούν σημαντικά,
ενώ εντός της Γερμανίας θα κλείσει τα 200 από τα 750 συνολικά
υποκαταστήματα της – με αποτέλεσμα να περιορισθούν οι θέσεις εργασίας
κατά περίπου 30.000 στα 77.000 άτομα, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης
του ταχυδρομικού ταμιευτηρίου.
Η πορεία της Deutsche Bank
Περαιτέρω η Deutsche Bank, με μία
χρηματιστηριακή αξία της τάξης των 20 δις €, θα αποτελούσε προφανώς
εύκολο στόχο εξαγοράς εκ μέρους των ανταγωνιστών της – αφού η J.P. Morgan, για παράδειγμα, κερδίζει περισσότερα, μέσα σε ένα μόλις έτος. Εν
τούτοις, δεν φαίνεται να θέλει κανένας να αγοράσει μία τράπεζα με τόσες
εκκρεμείς δικαστικές υποθέσεις, καθώς επίσης με μία έκθεση στα παράγωγα
πέραν κάθε λογικής.
Άλλωστε αυτή είναι η αιτία της
κατάρρευσης της: η επενδυτική της στρατηγική. Ξεκίνησε ουσιαστικά το
1989, όταν εξαγόρασε τη βρετανική Morgan Grenfell μέσω του τότε διοικητή
της (A. Herrhausen), ο οποίος λίγο αργότερα ήταν το θύμα μίας
τρομοκρατικής βομβιστικής επίθεσης της RAF. Από τότε ακόμη φάνηκαν οι αδυναμίες της, ενώ ξέσπασε το πρώτο σκάνδαλο
– από έναν νεαρό διαχειριστή κεφαλαίων, ο οποίος έχασε τα χρήματα των
πελατών του, με αποτέλεσμα να αναγκασθεί η τράπεζα να τους αποζημιώσει.
Προφανώς οι Γερμανοί αδυνατούν να
αποδεχτούν πως όσο καλοί είναι ως μηχανικοί και τεχνίτες, διαθέτοντας
την απαραίτητη πειθαρχία και τις σωστές μεθόδους, τόσο κακοί είναι ως
επενδυτές και τραπεζίτες – αφού το διανοητικό τους επίπεδο είναι πάρα πολύ χαμηλό, ενώ δεν χαρακτηρίζονται από καμία απολύτως δημιουργικότητα.
Έτσι η Deutsche Bank συνέχισε να επεκτείνεται, επιθυμώντας να γίνει ένα
από τα πρώτα ονόματα της Wall Street – αγοράζοντας το 1999 την
αμερικανική επενδυτική τράπεζα Bankers Trust έναντι 9 δις $.
Η συγκεκριμένη τράπεζα χαρακτηριζόταν
όμως από αδύναμα οικονομικά στοιχεία και είχε υποστεί σοβαρές ζημίες
στις αναπτυσσόμενες χώρες – εμπλεκόμενη επί πλέον σε ένα μεγάλο
χρηματοπιστωτικό σκάνδαλο. Ως εκ τούτου, η τιμή εξαγοράς της ήταν πολύ υψηλή, με αποτέλεσμα να προβεί η γερμανική τράπεζα σε αποσβέσεις πολλών δις $,
μόλις ένα χρόνο πριν (2015) – ενώ το όλο εγχείρημα θεωρήθηκε από τους
ειδικούς ως η πιο μοιραία εξαγορά στη χρηματοπιστωτική ιστορία της
Γερμανίας.
Εν τούτοις, παρά το ότι όλες οι άλλες μεγάλες αμερικανικές τράπεζες μετά την κρίση, όπως η Goldman Sachs, είχαν
επικεντρώσει τις δραστηριότητες τους στην παροχή επενδυτικών συμβουλών
στις επιχειρήσεις, σε θέματα εξαγορών και συγχωνεύσεων, η
Deutsche Bank επέμενε στην ανάληψη ρίσκων – κατακτώντας την πρώτη θέση
παγκοσμίως, στις συναλλαγές με ομόλογα και με νομίσματα.
Αυτού του είδους το «εμπόριο» όμως είχε
γίνει πολύ ακριβό, λόγω των αυστηρότερων προϋποθέσεων που απαιτούν οι
εποπτικές αρχές, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση – με αποτέλεσμα πολλοί
ανταγωνιστές της να αποσυρθούν εντελώς. Εκτός αυτού, οι δύο αυτοί τομείς προσελκύουν τους περισσότερους «χαρτοπαίκτες» κερδοσκόπους – γεγονός που φάνηκε από την πληθώρα σκανδάλων, στα οποία συμμετείχε η τράπεζα (χειραγώγηση των αγορών).
.
Η σημασία της για τη Γερμανία
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνει κανείς
πως η Deutsche Bank δεν θα μπορέσει εύκολα να αντιμετωπίσει τα
προβλήματα της, όσο και αν προσπαθήσει – αφού είναι κατά πολύ
μεγαλύτερα, από αυτά που φαντάζονται οι αγορές. Το γεγονός αυτό δημιουργεί κατ’ επέκταση δυσκολίες στο γερμανικό επιχειρηματικό κόσμο
– επειδή η Γερμανία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές, καθώς
επίσης από τα υποκαταστήματα των εμπορικών και βιομηχανικών εταιρειών
της στο εξωτερικό, τα οποία χρειάζονται μία ισχυρή τράπεζα που να
διευκολύνει την πρόσβαση τους στις αγορές των Η.Π.Α. ή της Ασίας.
Είναι λογικό δε να μην εμπιστεύονται τις
αμερικανικές ή τις άλλες ξένες επενδυτικές τράπεζες – ενώ καμία άλλη
γερμανική τράπεζα δεν έχει το μέγεθος και τις δυνατότητες της Deutsche
Bank στο εξωτερικό. Ως εκ τούτου, το πιθανότερο είναι να επέμβει η κυβέρνηση της χώρας, εάν η μετοχή της τράπεζας συνεχίζει να καταρρέει
– κάτι που επεξηγεί τις δηλώσεις του κ. Σόιμπλε, μέσω των οποίων
προσπάθησε να καθησυχάσει τις αγορές. Πάντως, οι διακυμάνσεις της τιμής
της μετοχής της (γράφημα) ήταν ανάλογες με τις δηλώσεις – ενώ δεν
φαίνεται να σταθεροποιείται καθόλου.
.
.
Προφανώς βέβαια, ένα τέτοιο εγχείρημα, η διάσωση δηλαδή της Deutsche Bank θα κόστιζε πολύ ακριβά στους μετόχους, στους ομολογιούχους και στους καταθέτες της –
ενώ δεν είναι καθόλου απίθανο να συμμετέχουν στο τέλος και οι
φορολογούμενοι, εκτοξεύοντας τα ελλείμματα και τα χρέη της Γερμανίας στα
ύψη.
Στα πλαίσια αυτά, παρά το ότι πολλοί διακωμώδησαν τον κ. Σόιμπλε, όταν ανέφερε πως η Γερμανία ζει πάνω από τις δυνατότητες της, οπότε πρέπει να υιοθετήσει προγράμματα λιτότητας,
ίσως δεν κατανόησαν πόσο σημαντικά είναι για τα οικονομικά της χώρας τα
προβλήματα της Deutsche Bank – η οποία είναι αδύνατον να αφεθεί να
χρεοκοπήσει.
.
Επίλογος
Όπως έχουμε αναλύσει επανειλημμένα, δεν είναι μόνο η Deutsche Bank αυτή που αντιμετωπίζει προβλήματα επιβίωσης – αφού οι
αντίστοιχα μεγάλες γαλλικές, ιταλικές, ελβετικές και ισπανικές
τράπεζες, οι βρετανικές επίσης, ευρίσκονται σε πολύ δύσκολη θέση (είδηση).
Το ίδιο ισχύει για το σύνολο του χρηματοπιστωτικού τομέα της Ευρώπης, ο
οποίος είναι υπερβολικά διογκωμένος – υπερβαίνοντας τα 30 τρις €, όπως
συμβαίνει και στην Κίνα.
Εάν τώρα κατανοήσει κανείς πως όλα αυτά
συμβαίνουν μέσα σε ένα έντονα ανησυχητικό παγκόσμιο περιβάλλον,
διανθισμένο με σοβαρότατα γεωπολιτικά προβλήματα, με πλήθος νομισματικών πολέμων, με υπερχρεωμένες τις αναπτυσσόμενες οικονομίες, με τις Η.Π.Α. να ευρίσκονται στο χείλος του γκρεμού κοκ.,
τότε θα συνειδητοποιήσει πως η κατάσταση στον πλανήτη είναι εξαιρετικά
εκρηκτική – ότι αρκεί μία μικρή μόνο σπίθα, για να πυροδοτήσει το χάος.
Αυτή η σπίθα δεν είναι απαραίτητο να
προέλθει από τις μεγάλες οικονομίες, όπως οι Η.Π.Α., η Γερμανία, η
Ιαπωνία και η Κίνα – οπότε η Ελλάδα, τόσο όσον αφορά τον τραπεζικό της τομέα, όσο και το δημόσιο, συνεχίζει να αποτελεί κίνδυνο για το σύστημα. Εύλογα λοιπόν παρουσιάζεται καθησυχαστική η ΕΚΤ, όσον αφορά τις ελληνικές τράπεζες – καθώς επίσης η Γερμανία, η οποία προσπαθεί πλέον να μειώσει τις επιθέσεις της εναντίον της χώρας μας.
Στα πλαίσια αυτά, η Ελλάδα αποδεικνύεται ακόμη μία φορά τυχερή, όσον αφορά τις δυνατότητες επίλυσης των προβλημάτων της.
Όταν όμως δεν υπάρχει συναίνεση, ενώ η κυβέρνηση κατηγορείται για τα
πάντα, «επί δικαίων και αδίκων», παρά το ότι η Ελλάδα διοικείται
απολυταρχικά από τους δανειστές της, τότε δύσκολα θα εκμεταλλευθεί τη
νέα αυτή ευκαιρία που τις δίνεται – η οποία είναι ίσως η τελευταία.
ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου