Μιχαήλ Χούλη, Θεολόγου
Ο Μέγας Κωνσταντίνος γεννήθηκε στη Ναϊσό της Άνω Μοισίας (Σερβία) μεταξύ των ετών 272-285 μ.Χ. Ο πατέρας του Κωνστάντιος ονομάστηκε Χλωρός επειδή ήταν πράγματι χλωμός στο πρόσωπο, κατείχε δε τον τίτλο του Δούκα (ηγεμόνα) και διέπρεψε ως ανώτερος στρατιωτικός. Ορίστηκε μάλιστα Καίσαρας στη Δύση. Η μητέρα του Αγία Ελένη είχε καταγωγή από τη Βιθυνία (Δρέπανο) και ήταν κόρη ενός πανδοχέα.
Αρχές του 4ου αιώνα ο Κωνσταντίνος υπηρετούσε στην αυλή του Διοκλητιανού ως χιλίαρχος και απέκτησε ικανή μόρφωση. Συμμετείχε σε εκστρατείες και έκανε εντύπωση με την φυσική παρουσία του, τις ικανότητες και την ευγένειά του. Κέρδισε την εύνοια του Διοκλητιανού και το θάρρος του ήταν απαράμιλλο. Κάποτε στην αρένα σκότωσε μαχόμενος ένα λιοντάρι Νουμιδίας, όταν προκλήθηκε από τον Γαλέριο δημοσίως. Ο Κωνσταντίνος βίωσε τόσο τους σκληρούς διωγμούς που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός κατά των χριστιανών, όσο και την ανεξίθρησκη πολιτική του πατέρα του και της μητέρας του (ήταν χριστιανή), που ουδέποτε εφάρμοσαν τα σκληρά διατάγματα του αυτοκράτορα.



Όταν παραιτήθηκαν Διοκλητιανός και Μαξιμιανός, ο Γαλέριος (Ανατολή) και Κωνστάντιος ο Χλωρός (Δύση) αναγορεύτηκαν ως Αύγουστοι. Στον Κωνσταντίνο δεν δόθηκε το αξίωμα του Καίσαρα στην Ανατολή από τον Γαλέριο, αλλά ορίστηκε καίσαρας  ο ανιψιός του Μαξιμίνος Δάιας και στη Δύση ο φίλος του Σεβήρος. Ο Κωνσταντίνος παρέμεινε όμηρος του Γαλέριου. Μετέβη όμως με τέχνασμα κοντά στον πατέρα του στα Τρέβηρα (Γερμανία) και κέρδισε την εύνοια του πατέρα του και του στρατού, διακριθείς στην εκστρατεία της Βρετανίας και λόγω των πολλών ικανοτήτων του.
Ο Θεός μερίμνησε στο να καταστεί ο Κωνσταντίνος σύντομα Αύγουστος- ‘Σεβαστός’, αφού παραιτήθηκαν όπως ήδη είπαμε οι Διοκλητιανός και Μαξιμίνος και ο πατέρας του Κωνσταντίνου (Καίσαρας στη Δύση) πέθανε το 306. Έτσι είχε μείνει Αύγουστος μόνο ο Γαλέριος στην Ανατολή. Αύγουστος ανακηρύχτηκε έντονα ο Κωνσταντίνος από τον στρατό στο Εβόρακο, για τις επαρχίες Γαλατίας και Βρετανίας. Παρέμεινε μάλιστα για έξι χρόνια στην Τριρ (Τρεβήρους) και την κατέστησε προσωρινά έδρα του.
Μετά από μια σειρά από δολοπλοκίες και συνασπισμούς με σκοπό την εξουσία μεταξύ των επίδοξων πολιτικών που ήταν και αρχηγοί στρατού, ο Μαξέντιος, γιος του Μαξιμιανού –ο Κωνσταντίνος είχε παντρευτεί την κόρη του Μαξιμιανού Φαύστα-, είχε σκοπό να εισβάλει στη Γαλατία, ο Κωνσταντίνος όμως κατάφερε να εισβάλει με το στρατό του στην Ιταλία την άνοιξη του 312. Κατέλαβε σημαντικές πόλεις της βόρειας Ιταλίας και το 312 κινήθηκε προς τη Ρώμη  για την τελική μάχη. Ενδιάμεσα έδειξε την ανεξίθρησκη πολιτική που σκόπευε να κρατήσει, αφού χρησιμοποιούσε στρατιώτες χωρίς να κάνει διάκριση μεταξύ εθνικών και χριστιανών.
Η μάχη της Μιλβίας γέφυρας στον ποταμό Τίβερη συνδέεται με το εξ Ουρανού όπως φαίνεται όραμα του Κωνσταντίνου, στα πρόθυρα της αποφασιστικής συμπλοκής των στρατευμάτων. Ο Κωνσταντίνος είδε λαμπερό σταυρό με την επιγραφή «Εν τούτω νίκα». Ο ιστορικός Ευσέβιος γράφει ότι είχε προσευχηθεί προηγουμένως ο Κωνσταντίνος στον Θεό και στον Ιησού Χριστό ώστε να του αποκαλυφθεί ο αληθινός Θεός, δεδομένου ότι όλοι στο περιβάλλον του ήταν πολυθεϊστές και οι γονείς του μόνο ήταν μονοθεϊστές (από ενοθεϊστική παράδοση). Το όραμα ήταν μεσημβρινό και το είδαν και οι στρατιώτες. Σε παρεμφερές όραμα της νυκτός, του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Χριστός και του ζήτησε να τοποθετήσει τον σταυρό σε κάθε ασπίδα των στρατιωτών του. Αυτό και έγινε σε αντικατάσταση των αγαλμάτων των εθνικών θεών, που προηγούντο πάντα σε κάθε μάχη. Τον σταυρό τοποθέτησε εν συνεχεία ο αυτοκράτορας και στο στέμμα του. Πληροφορίες για το όραμα έχουμε και από τον χριστιανό ρήτορα Λακτάντιο, δάσκαλο του γιου του Κωνσταντίνου Κρίσπου. Ο δε Κωνσταντίνος απέδιδε κατόπιν τη νίκη του στη μάχη, και την θέση του ως μονοκράτορας, στην Πρόνοια και ενδυνάμωση από τον Θεό  των χριστιανών.
Ο Μαξέντιος πνίγηκε κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης στον Τίβερη, ενώ ο Κωνσταντίνος μετά την ανακήρυξή του ως μοναδικού Αυγούστου για τη Δύση σταμάτησε τις διώξεις κατά των χριστιανών και προσωπικά αναζήτησε την αλήθεια στην χριστιανική διδασκαλία, χωρίς βέβαια να καταστείλει, ούτε καν μειώσει, τις τιμές που απέδιδαν πολλοί στους εθνικούς θεούς. Στα Μεδιόλανα (‘Διάταγμα των Μεδιολάνων’, του 313) επιτράπηκε η ακώλυτη τέλεση της χριστιανικής λατρείας, σε συναπόφαση με τον αυτοκράτορα Λικίνιο. Προστατεύτηκε ο Χριστιανισμός, οι θρησκευτικοί τόποι, οικονομικά ενισχύθηκαν οι χριστιανικές κοινότητες, τους επιστράφηκαν οι περιουσίες τους. Ο Κωνσταντίνος έγινε πολύ δημοφιλής ανάμεσα στους χριστιανούς, που είχαν αυξηθεί επίσης πολύ. Από το 320 και μετά, ακόμη και οι υπήκοοι του Λικίνιου συμπαθούσαν περισσότερο τον Κωνσταντίνο και αυτό οδήγησε τον Λικίνιο να εφαρμόσει διωγμό κατά των χριστιανών (για να προκαλέσει μάλλον τον Κωνσταντίνο). Ο ίδιος ο Λικίνιος γνώριζε ότι ο Κωνσταντίνος είχε συνειδησιακά ασπαστεί τον Χριστιανισμό, αν και δεν το παρουσίαζε φανερά.  Άλλωστε κατά τη γιορτή της δέκατης επετείου του από την ανακήρυξή του σε Αύγουστο, ο Κωνσταντίνος δεν θυσίασε στους ρωμαϊκούς θεούς και δεν απέφυγε έτσι να δυσαρεστήσει αρκετούς. Στον πόλεμο του 324, ο Κωνσταντίνος νίκησε τον Λικίνιο στην Αδριανούπολη, στην πόλη του Βυζαντίου και στην Χρυσούπολη της Μ. Ασίας. Συνελήφθη στην Νικομήδεια, εκτελέστηκε, καθώς και ο 11χρονος γιος του Λικινιανός. Κατέστη πλέον ο Κωνσταντίνος μονοκράτορας σε όλη τη ρωμαϊκή αυτοκρατορία.
Το 325 ξεκίνησε την κατασκευή της νέας πρωτεύουσας (Κωνσταντινούπολη) στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, αποικίας των Μεγαρέων. Το 326 ή 327 εκτελείται η γυναίκα του Φαύστα. Το 330 εγκαινιάζεται η Κωνσταντινούπολη με πολύ πλούσια διακόσμηση. Το 337 μ.Χ. πεθαίνει ο Κωνσταντίνος στη Νικομήδεια. Το λείψανό του μεταφέρθηκε και με τιμές θάφτηκε αργότερα στο Ναό των Αποστόλων, στην Κωνσταντινούπολη.
Τρεις πολύ σημαντικές του αποφάσεις επέφεραν ουσιαστικές αλλαγές στην ιστορία:
  • Με το Διάταγμα των Μεδιολάνων (313) καθιερώθηκε η ανεξιθρησκία, που έκτοτε είναι αίτημα κάθε εποχής (οι χριστιανοί μπορούσαν τώρα να ανεβαίνουν στην στρατιωτική ιεραρχία, να μην διώκονται, να διαθέτουν περιουσίες, να συναντιούνται λατρευτικά όταν και όποτε το επιθυμούν, δεν εργαζόντουσαν τις Κυριακές και τα Χριστούγεννα κ.α.).
  • Μετέφερε την πρωτεύουσα από την Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, που οδήγησε σε ευρείας έκτασης εξελίξεις, πολιτικές και γεωστρατηγικές.
  • Συγκάλεσε και ο ίδιος προήδρευσε στην Α΄ Οικουμενική Σύνοδο, αποδεχόμενος τους ιερείς ως ποιμένες της Εκκλησίας και εισάγοντας το Οικουμενικό Σύστημα ως ανώτατη αρχή της Εκκλησίας και για την επίλυση σημαντικότατων ζητημάτων, δογματικών, λατρευτικών κ.λπ. Μάλιστα, προς τους επισκόπους ανέφερε το γνωστό «περί της πίστεως σπουδάσωμεν» και φρόντισε να αποσταλούν οι αποφάσεις της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου προς τις κυριότερες Εκκλησίες των άλλων πατριαρχείων.
  • Πραγματοποίησε την μετάβαση σε δύο κέντρα θεόθεν εξουσίας: (α) το ιερατικό, το οποίο εκπροσωπούσε στη γη ο πατριάρχης (πεντακόρυφο κράτος πατριαρχών) και (β) στο αυτοκρατορικό, που εκπροσωπούνταν από τον ίδιο (και τον καθένα στο εξής βυζαντινό βασιλέα) ως ελέω Θεού πλέον αυτοκράτορα των Ρωμαίων.

Παρόλα αυτά ο Κωνσταντίνος ποτέ δεν έπαψε να διαθέτει το αξίωμα τού pontifex maximus ως αυτοκράτορας, κάλυψε οικονομικά τις εθνικές θυσίες και τελετές και οικογενειακά υπήρξε αρχικά λάτρης του θεού Ήλιου ως κεντρικού ενοθεϊστικού θεού με συγκρητιστικές υποδεέστερες προεκτάσεις. Δεν ποδοπάτησε τα δικαιώματα των εθνικά πιστών, σεβάστηκε τα προνόμιά τους και τους έκτισε μάλιστα και ναούς. Μόνο τις ηθικά ανεπίτρεπτες και νυχτερινές εθνικές τελετές απαγόρευσε, που δεν μπορούσε το ποιόν τους να ελεγχθεί. Η πορεία του προς τις αλήθειες του Χριστιανισμού υπήρξε συνεχής, υπαρξιακή, και φάνηκε κατά τη βάπτισή του στο τέλος της ζωής του, το οποίο είχε προαισθανθεί. Στο ναό των Μαρτύρων βλέπουμε τον αυτοκράτορα της Ρωμανίας να αναπέμπει ικετήριες ευχές και ύμνους προς τον Θεό. Τον δε βαπτιστικό του χιτώνα ουδέποτε απέβαλε, αλλά παρέμεινε με αυτόν ενδεδυμένος μέχρι τον θάνατόν του, που συνέβη το 337 μ.Χ., κατά την εορτή της Πεντηκοστής. Σε κάποιο προάστιο της Νικομήδειας, συγκαλεί τους Επισκόπους και τους αναφέρει: «Ο Θεός, που γνωρίζει το συμφέρον, μας αξιώνει να λάβουμε το βάπτισμα εδώ. Ας μην υπάρχει λοιπόν καμία αμφιβολία. Γιατί και εάν ακόμη είναι θέλημα του Κυρίου της ζωής και του θανάτου να συνεχισθεί η επίγεια ζωή μας και να συνυπάρχω με το λαό του Θεού, θα πλαισιώσω τη ζωή μου με όλους εκείνους τους κανόνες που αρμόζουν στον Θεό».
Διαρκής ήταν η πεποίθησή του ότι είχε αποστολή από το Θεό να οδηγήσει σε ενότητα και ειρήνη τους υπηκόους του μέσα στην χριστιανική πια ατμόσφαιρα της πίστεως. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν έκανε σοβαρά λάθη. Ένα μεγάλο λάθος του ήταν η εξορία του Μ. Αθανασίου και η εύνοια που έδειξε (από άγνοια) σε κάποιες φάσεις στον Αρειανισμό, εχθρό της Εκκλησίας. Για τις εκτελέσεις του γιου του Κρίσπου και της γυναίκας του Φαύστας, το 326, τον κατηγορούν ορισμένοι ιστορικοί. Οι πηγές πάντως είναι ασαφείς, δυτικόφερτες, όχι φερέγγυες, ή και αλληλοαναιρούνται. Ουσιαστικά, ο Μ. Κωνσταντίνος αθωώνεται από τους ιστορικούς Σωζομενό και Ευάγριο τον Σχολαστικό (βλ. λ.χ. oodegr. co/ neopaganismos/ sykofanties/ kwnst2. htm/ oodegr.co/ neopaganismos/ sykofanties/ krispos1. htm/ oodegr. co/ neopaganismos/ sykofanties/ krispos2. htm και oodegr.co/ neopaganismos/ sykofanties/ kwnst1. htm). Ιστορικά κρίνεται κανείς πάντως στο τέλος της ζωής του, σύμφωνα με το «μηδένα προ του τέλους μακάριζε», ή το αντίστροφο ότι ‘από το τέλος παίρνει αξία και η αρχή’. Η ωριμότητα έρχεται σε πολλούς με τα χρόνια, και σημασία έχουν όχι τα ατοπήματα της νιότης αλλά η ταπείνωση και η μετάνοια της πλήρους πνευματικής ανάπτυξης του καθενός.
Το γεγονός είναι ότι ο Άγιος Κωνσταντίνος οδήγησε την ιστορία σε διαφορετικούς και πνευματικούς ατραπούς, φάνηκε η καθοδήγηση του Θεού στα ανθρώπινα, και ότι ο Θεός δεν αφήνει το πλάσμα του τον άνθρωπο να χαθεί ή να υποφέρει (όπως τότε υπέφεραν με τόσα φρικτά βασανιστήρια και διωγμοί οι χριστιανοί) αλλά προξενεί αλλαγές στην ιστορία, προς εδραίωση του θελήματός Του και λύτρωση του κόσμου. Γι’ αυτό, λόγω της αληθούς μεταστροφής του, και για την εξαιρετική του συμβολή ως όργανο του Θεού στην λαμπρή χριστιανική εποχή, που ανέτειλε, τόσο ριζικά, πάνω πλέον και όχι κάτω από το έδαφος, όπου οι χριστιανοί προηγουμένως ήταν αναγκασμένοι να λατρεύουν το Θεό, ονομάστηκε Μέγας, Άγιος, και τιμήθηκε από την Εκκλησία μάλιστα και ως ισαπόστολος.
Βοηθήματα: