Κατευνασμός… Καθώς τα αμερικανικά F-111, επέστρεφαν στη βάση τους στην Βρετανία, στις 14 Απριλίου 1986, ο Ronald Reagan, εξηγούσε την απόφασή του για την επίθεση στην Λιβύη.
ΤΗΣ Δρ Κατερίνας Παπαζαχαρία*
Ο ίδιος ανέφερε πως «οι Ευρωπαίοι, οι οποίοι θυμούνται την ιστορία τους, κατανοούν καλύτερα από τους περισσότερους ότι δεν υπάρχει ασφάλεια, μέχρι την εκτόνωση του κακού». Πέντε δεκαετίες μετά την κρίση της Τσεχοσλοβακίας και την σύναψη της Συμφωνίας του Μονάχου το 1938, ο Αμερικανός Πρόεδρος αναφερόταν στο «Μάθημα του Μονάχου», όρος που επικράτησε στις διεθνείς σχέσεις, παραπέμποντας στα όσα διημείφθησαν τον Σεπτέμβριο του 1938 στην Γερμανία.
Στην Διάσκεψη είχαν παραστεί ο Πρωθυπουργός της Μεγάλης Βρετανίας, Arthur Neville Chamberlain, ο Πρωθυπουργός της Γαλλίας Édouard Daladier, ο Benito Mussolini και ο Adolf Hitler, οι οποίοι υπέγραψαν στις 30 Σεπτεμβρίου 1938, το «Σύμφωνο του Μονάχου», επιτρέποντας την προσάρτηση της Σουδητίας στην Γερμανία. (Η Σουδητία, με την Συνθήκη του Αγίου Γερμανού το 1919, ενσωματώθηκε στην Τσεχοσλοβακία, παρότι το μεγαλύτερο μέρος του γηγενούς πληθυσμού ήταν Γερμανοί.)
Το «Μάθημα του Μονάχου», παραπέμπει στην εξωτερική πολιτική του Βρετανού Πρωθυπουργού Arthur Nevill Chamberlain (Πρωθυπουργός από τον Μάιο 1937 έως τον Μάιο 1940) ο οποίος επιχείρησε ανεπιτυχώς να κατευνάσει την επιθετικότητα του Χίτλερ. Ελάχιστα πάντως επεισόδια της νεώτερης και σύγχρονης διπλωματικής ιστορίας έχουν ελκύσει τόσο το ενδιαφέρον όπως η Διάσκεψη και η Συμφωνία του Μονάχου, όπου διεθνολόγοι και ιστορικοί ερευνητές εξετάζουν, χωρίς να μπορεί να απαντηθεί, αν θα είχε αποτραπεί η πορεία προς τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εάν ο Πρωθυπουργός της Βρετανίας είχε απορρίψει τις απαιτήσεις του Χίτλερ τον Σεπτέμβριο του 1938.
Ο σύγχρονος ερευνητής για να ερμηνεύσει την στάση των δυτικών δυνάμεων κατά την δεκαετία του 1930, θα πρέπει να γνωρίζει τον μεγάλο πίνακα των γεωπολιτικών συσχετισμών και το ιστορικό πλαίσιο, που οδήγησε την Ευρώπη στα τέλη της δεκαετίας του ’30 στην Συμφωνία του Μονάχου. Εν προκειμένω, θα πρέπει να λάβει υπόψη την στάση της Κοινωνίας των Εθνών, την εσωτερική πολιτική κατάσταση στην Βρετανία και στην Γαλλία, χώρες που κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου παρέμειναν δημοκρατικές (ενώ, μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες τα πολιτεύματα μεταβλήθηκαν, καθώς επικράτησαν ολοκληρωτικά φασιστικά καθεστώτα).
Παράλληλα, θα πρέπει να συνδέσει την περίοδο με την αναζήτηση πρώτων υλών των αποικιοκρατιών, ειδικότερα της Ιταλίας με τις βλέψεις της στην Αβησσυνία -σημερινή Αιθιοπία-, την ναζιστική αεροπορική απειλή, τους λόγους απομονωτισμού των Ηνωμένων Πολιτειών, τη στάση των δυτικών απέναντι στην Σοβιετική Ένωση και τη στάση των Σοβιετικών απέναντι στον Χίτλερ.
Ο κατευνασμός έγινε συνώνυμο της διστακτικότητας και της ατολμίας, περισσότερο μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για το γεγονός πως οι ηγέτες των δύο τότε ισχυρότερων ευρωπαϊκών κρατών «εξαπατήθηκαν» μπροστά στις απαιτήσεις ενός ανθρώπου. Κατά τις παραμονές όμως του πολέμου, η πολιτική του κατευνασμού αποτέλεσε βασικό πυλώνα της εξωτερικής πολιτικής της Βρετανίας και από την άλλη, η κοινή γνώμη των δυο χωρών (Βρετανίας και Γαλλίας) επιδίωκε τον κατευνασμό της Γερμανίας με ψηφίσματα και διαδηλώσεις. Πάντως, διαβάζοντας κανείς τα γραφόμενα του Chamberlain φαίνεται ότι εμπιστεύτηκε τον Χίτλερ και πως οι προθέσεις του βασίζονταν στην ειλικρινή συνδιαλλαγή με αυτόν.
Στις πρώτες μεταπολεμικές μελέτες και στην αρθρογραφία που δημοσιεύτηκε στα τέλη της δεκαετίας του ΄40 και ειδικότερα στις αρχές της δεκαετίας του ΄50, όταν κυκλοφόρησε ο πρώτος τόμος των Απομνημονευμάτων του Winston Churchill, δεν ήταν ξεκάθαρο γιατί ο Chamberlain επέλεξε την διπλωματία του κατευνασμού, έτσι, η πολιτική του αποδόθηκε στις περιορισμένες διπλωματικές δυνατότητές του και κρίθηκε ως λανθασμένη εξωτερική πολιτική.
Ωστόσο, στα τέλη της δεκαετίας του ΄60 και του ΄70, όταν δημοσιεύθηκαν βρετανικά αρχεία της εποχής του μεσοπολέμου, η πολιτική του κατευνασμού που ακολούθησε ο Chamberlain ερμηνεύθηκε από μια μερίδα μελετητών ως «θρίαμβος της Βρετανικής διπλωματίας», σε συνάρτηση με την θέση της Βρετανίας στο διεθνές σύστημα, την παραδοσιακή βρετανική διπλωματική πρακτική, τον ρόλο των πολιτικών συμβούλων του Πρωθυπουργού, τις Αγγλοαμερικανικές σχέσεις, την Σοβιετική Ένωση, την κοινή γνώμη και τον Βρετανικό Τύπο και το ραδιόφωνο.
Από την μελέτη των προσωπικών αρχείων και Ημερολογίων του Chamberlain, διακρίνει κανείς το αίσθημα της προσωπικής του αποστολής μέσα από τις συζητήσεις του με τους συνεργάτες του, όταν εξηγούσε τις διπλωματικές του κινήσεις. Επιστρέφοντας στο Λονδίνο, μετά την συνάντησή του με τον Χίτλερ στο Berchtesgaden στις 15 Σεπτεμβρίου 1938, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, σχολίασε πως σχημάτισε την εντύπωση ότι ο Χίτλερ «εννοούσε ό,τι έλεγε» και πως «ήταν ευτυχής που τον συνάντησε, γιατί αν δεν το έπραττε οι εχθροπραξίες θα είχαν ήδη ξεκινήσει».
Μια εβδομάδα αργότερα, στην επόμενη συνάντησή του με τον Χίτλερ στο Bad Godesberg, ο Chamberlain ανέφερε πως «ήταν πεπεισμένος για τις παγιωμένες θέσεις του Γερμανού Καγκελάριου, αλλά φρονούσε πως αυτός δεν θα ξεγελούσε σκόπιμα όποιον εκτιμούσε και με τον οποίο διαπραγματευόταν». Στις 24 Σεπτεμβρίου 1938, κατά την υποδοχή του στο Λονδίνο, ο Chamberlain σχολίασε στον συνοδό του, Sir Horace John Wilson, πως «είναι τρομερό πράγμα να είσαι υπεύθυνος για την απόφαση για πόλεμο ή ειρήνη, γνωρίζοντας ότι αν είναι πόλεμος δεν υπάρχουν πολλά να γίνουν για να σωθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι».
Στην επίσημη αναφορά του για την Συμφωνία της 30ής Σεπτεμβρίου στο Μόναχο, ο Chamberlain εξηγώντας τον λόγο που δεν επετράπη στους Τσεχοσλοβάκους εκπροσώπους να λάβουν μέρος στην Συνάντηση ανέφερε πως «ενημερώθηκε ότι το ζήτημα ήταν κατεπείγον για να επιτραπεί οποιαδήποτε καθυστέρηση». Στην πραγματικότητα, οι Τσεχοσλοβάκοι διπλωμάτες βρίσκονταν στο Μόναχο, υπό περιορισμό στο ξενοδοχείο τους, φρουρούμενοι από την Γερμανική αστυνομία.
Στα τέλη του Σεπτεμβρίου 1938, μετά την σύναψη της Συμφωνίας του Μονάχου, τα βρετανικά κινηματογραφικά επίκαιρα αναφέρονταν «στον άνθρωπο που απέτρεψε τον Αρμαγεδδώνα» και οι Times παρομοίαζαν τον Πρωθυπουργό με «νικηφόρο κατακτητή ηγεμόνα που επέστρεφε από το πεδίο της μάχης, δοξασμένος».
Λίγους μήνες προτού συναντηθεί με τον Χίτλερ αλλά και κατά την περίοδο της κρίσης της Τσεχοσλοβακίας, ο Chamberlain σημείωνε σε αρκετές περιπτώσεις στο Ημερολόγιό του πως «ήταν πεπεισμένος για την αναξιοπιστία της Γερμανίας».
Στις 20 Μαρτίου του 1938, ο Βρετανός Πρωθυπουργός, έγραφε πως σε περίπτωση γενικής σύρραξης, η Βρετανία κινδύνευε να εξολοθρευθεί από τα γερμανικά βομβαρδιστικά μη έχοντας επανδρωμένη αεροπορία (σύμφωνα με αναφορά της 25ης Σεπτεμβρίου 1938, η Γερμανία κατείχε 3200 αεροσκάφη πρώτης γραμμής, έναντι 1606 Βρετανικών), με ελλείψεις στο σύστημα πολιτικής άμυνας, με ελάχιστα προετοιμασμένο το στράτευμα.
Είχε κατά νου επίσης πως η οποιαδήποτε σύρραξη το 1938 θα γινόταν παγκόσμια, πως η Ιαπωνία θα εκμεταλλευόταν την κατάσταση για τους δικούς της επεκτατικούς στόχους, πως η Βρετανία δεν θα βασιζόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και πως η βρετανική κοινή γνώμη δεν υποστήριζε τον πόλεμο.
Αξιολογώντας την αποτελεσματικότητα της πολιτικής του κατευνασμού που υιοθέτησαν η Γαλλία και η Βρετανία ως μέσον αποτροπής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, τίθενται εύλογα δύο ερωτήματα: Μπορούσε να αποφευχθεί μέσω της διπλωματίας ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος; Τι είναι αυτό που καθιστά τους πολέμους και τις κρίσεις ανάμεσα στις χώρες ως αναπόφευκτο;
Ο ίδιος ο Churchill, σημείωνε μεταπολεμικά πως ο κατευνασμός, αν επιλεγεί από θέση ισχύος και όχι από λόγους αδυναμίας, «μπορεί να είναι μεγαλειώδης, ταπεινός και ίσως το ασφαλέστερο και μοναδικό μονοπάτι για την παγκόσμια ειρήνη». Για τους μεν Βρετανούς και τους Γάλλους, ο κατευνασμός ήταν αναγκαίο μέτρο για να αποφευχθεί ο πόλεμος, ενώ για τους Σοβιετικούς, η Συμφωνία του Μονάχου αποτελούσε απόδειξη ότι οι δυτικές δυνάμεις προτιμούσαν να συνεργαστούν ακόμη και με τους εθνικοσοσιαλιστές, προκειμένου να απομονώσουν την Σοβιετική Ένωση και να στρέψουν τις πολεμικές διαθέσεις του Χίτλερ προς τα ανατολικότερα.
Έτσι, οι Σοβιετικοί άλλαξαν εξωτερική πολιτική και προσπάθησαν παραμονές του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου να «προσεταιριστούν» τον Χίτλερ. Το 2008 ανοίχθηκαν τα απόρρητα έγγραφα της Συμφωνίας του Μονάχου, με τα οποία τεκμηριώνεται πως η Γαλλία και η Βρετανία σκόπευαν να στρέψουν τον Χίτλερ προς ανατολάς ώστε τα δυο ολοκληρωτικά καθεστώτα να «θάψουν» το ένα το άλλο.
Για τον Χίτλερ, η Συμφωνία του Μονάχου αποτελούσε «διπλωματική ήττα της Γερμανίας», αφού ήθελε να χρησιμοποιήσει το ζήτημα της προσάρτησης των Σουδητών Γερμανών ως αφορμή πολέμου, καθώς δεν πίστευε ότι οι ευρωπαϊκές δυνάμεις θα συμφωνούσαν στην προσάρτησή της, όπως τελικά έγινε, καθιστώντας τον έτσι αναγκασμένο να αναζητήσει άλλη αφορμή πολέμου.
Μάλιστα, κατά τις τελευταίες ημέρες της ζωής του, όταν αναλογίσθηκε τι δεν πήγε καλά σκέφθηκε ότι το σπουδαιότερο λάθος του δεν ήταν ο πόλεμος που επέμενε να ξεκινήσει, αλλά το γεγονός ότι το 1938 δέχθηκε να τον αναβάλει, διότι το 1945 ήταν βέβαιος ότι η Γερμανία είχε την καλύτερή της ευκαιρία το 1938. Πίστευε ότι αυτός που γκρέμισε τις ελπίδες του δεν ήταν ο Churchill, ο Stalin ή ο Roosevelt, αλλά ο Chamberlain.
Σε λόγο του προς τους στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας, στις 22 Αυγούστου του 1939, είχε εξηγήσει ότι η μοναδική του ανησυχία ήταν «μήπως την τελευταία στιγμή κάποιο «Schweinehund» (γουρουνόσκυλο) προτείνει κάποιο συμβιβασμό τον οποίο θα δυσκολευόταν να απορρίψει και να ξεκινήσει τον πόλεμο οδηγώντας τον στην επανάληψη της αποτυχίας της περασμένης χρονιάς». Γεγονός είναι πως κανείς δεν θα μάθει ποτέ το πώς θα εξελισσόταν ένας πόλεμος που θα είχε αρχίσει η Γερμανία το 1938. Ο Χίτλερ ξεκίνησε έναν πόλεμο το 1939, που κατέληξε στην πλήρη συντριβή της Γερμανίας.
*Η Δρ Κατερίνα Παπαζαχαρία, είναι Λέκτορας Διπλωματικής Ιστορίας και Διεθνών Σχέσεων στο Τμήμα Ιστορίας, Πολιτικής και Διεθνών Σπουδών της Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, Τεχνών και Ανθρωπιστικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Νεάπολις Πάφος.
https://www.defence-point.gr/news/kateynasmos-to-klasiko-paradeigma
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου