ΤΟ σημερινὸ εὐαγγέλιο, ἀγαπητοί μου, διηγεῖται ἕνα θαῦμα. Τί θὰ πῇ θαῦμα; Θαῦμα εἶνε κάτι τὸ ἔκτακτο, ἔξω ἀπὸ τὴν φυσικὴ τάξι, ἔξω ἀπὸ τοὺς φυσικοὺς νόμους ποὺ ὥρισε ὁ Θεός. Τὸ νερὸ δὲ γίνεται λάδι, δὲ γίνεται κρασί, δὲ γίνεται γάλα· ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ περπατήσῃ πάνω στὴ θάλασσα· λίγα ψωμιὰ δὲ φτάνουν γιὰ νὰ χορτάσουν χιλιάδες ἄνθρωποι· ἕνας νεκρὸς δὲ σηκώνεται ἀπὸ τὸν τάφο. Καὶ ὅμως στὸ Εὐαγγέλιο βλέπουμε, ὅτι ὁ Χριστὸς καὶ τὸ νερὸ τὸ ἔκανε κρασί, καὶ πάνω στὴ θάλασσα περπάτησε σὰ νὰ ἦταν ξηρά, καὶ πέντε ψωμιὰ εὐλόγησε καὶ χόρτασε χιλιάδες ἀνθρώπους, καὶ νεκροὺς ἀνέστησε ἀπὸ τὸν τάφο. Αὐτὰ λέγονται θαύματα. Ἔκανε θαύματα ὁ Χριστός· ὄχι ἕνα καὶ δυό, ἀλλὰ πολλά. Κι ὅλα τὰ θαύματά του ἀποδεικνύουν, ὅτι εἶνε ἀληθινὸς Θεός.
* * *
Ποιό εἶνε τὸ θαῦμα τοῦ σημερινοῦ εὐαγγελίου; Ἦταν, λέει, στὴν ἐποχὴ τοῦ Χριστοῦ ἕνας παράλυτος. Ὅλα στὸν κόσμο αὐτὸ κινοῦνται· τὸ σκουλήκι κινεῖται, τὸ μυρμήγκι περπατάει, ἡ μέλισσα πετάει. Ἡ ζωὴ εἶνε κίνησις· ὅ,τι ἔχει ζωή, κινεῖται. Ἕνας μόνο δὲν ἐκινεῖτο, ὁ παράλυτος. Ἔμενε ἀσάλευτος στὸ κρεβάτι του. Ἦταν ἄρρωστος.
Τί κακὸ ἡ ἀρρώστια! καὶ πόσο πρέπει νὰ εὐχαριστοῦμε τὸ Θεὸ ποὺ μᾶς ἔδωκε χέρια νὰ δουλεύουμε, πόδια νὰ περπατοῦμε, μάτια νὰ βλέπουμε, αὐτιὰ νὰ ἀκοῦμε! Ἀλλὰ εἴμεθα ἀχάριστοι. Σήμερα πρωὶ – πρωὶ εἶδα νὰ πηγαίνῃ στὴν ἐκκλησιὰ μιὰ γριὰ γυναίκα. Εἶχε σπασμένα καὶ τὰ δυό της πόδια, κι ἀνέβαινε σιγὰ – σιγὰ τὰ σκαλιὰ τοῦ ναοῦ μὲ δεκανίκια. Ἄλλος ἔχει πόδια καὶ δὲν πηγαίνει στὴν ἐκκλησιὰ νὰ πῇ ἕνα εὐχαριστῶ στὸ Θεό, αὐτὴ παρὰ τὴν ἀναπηρία της πήγαινε.
Μεγάλο ἀγαθὸ ἡ ὑγεία! Πρέπει ν’ ἀρρωστήσῃ κανείς, γιὰ νὰ τὴν ἐκτιμήσῃ. Ποιός ἦταν ὁ πιὸ πλούσιος Ἕλληνας, ποὺ μποροῦσε ν᾽ ἀγοράσῃ ὅλη τὴν Ἑλλάδα; Ὁ Ὠνάσης, ποὺ πήκτωσε τὴ θάλασσα μὲ τὰ καράβια του. Ὅταν ὅμως ἀρρώστησε καὶ τὸν πῆγαν μὲ τὸ ἀεροπλάνο στὸ Παρίσι, στὶς καλύτερες κλινικές, εἶπε· ―Γιατρέ, κάνε με καλὰ καὶ σοῦ δίνω ὅλα τὰ καράβια μου… Βλέπεις λοιπόν, ὅτι ἐσὺ δὲν εἶσαι φτωχός. Ἔχεις ὑγεία; ἔχεις πλούτη. Τί νὰ τὰ κάνῃς τὰ λεφτά, τὰ ἀκίνητα καὶ τὰ αὐτοκίνητα; Παραπάνω ἀπ’ αὐτὰ εἶνε ἡ ὑγεία.
Ὁ παράλυτος λοιπὸν δὲν εἶχε ὑγεία. Πῶς ἔγινε παράλυτος; Ἀπὸ ἁμαρτίες, στὶς ὁποῖες εἶχε πέσει· αὐτὲς παρέλυσαν τὸ κορμί του. Γιατὶ εἶνε ἀλήθεια ὅτι οἱ περισσότερες ἀρρώστιες προέρχονται ἀπὸ ἁμαρτήματα. Ἁμαρτάνει ὁ ἄνθρωπος, καὶ γι᾽ αὐτὸ ἀρρωσταίνει ἀλλὰ καὶ πεθαίνει. Πρόχειρο παράδειγμα τὸ τσιγάρο. Ὅποιος καπνίζει, ὄχι μόνο καίει τὰ λεπτά του, ζαλίζει τὸ πνεῦμα του, ἀλλὰ καὶ φθείρει τὴν ὑγεία του· ἀπὸ τὸ κάπνισμα προέρχονται πολλὲς ἀσθένειες· ἆσθμα, ἔμφραγμα, καὶ ἄλλες, καὶ καρκίνος πρὸ παντός. Ἀπὸ τὸ τσιγάρο προέρχονται αὐτά, κι ἀπὸ τὰ διάφορα ἄλλα πάθη προέρχονται πολλὰ ἄλλα κακά, καὶ ἰδίως ἀρρώστιες. Ἂν ὁ ἄνθρωπος δὲν ἁμάρτανε, δὲν θὰ ἀρρώσταινε. Τώρα γέμισε ὁ κόσμος ἀπὸ φάρμακα, γιατρούς, κλινικές, νοσοκομεῖα. Ἐν τούτοις ἀκόμα δὲ μπόρεσε νὰ βρεθῇ φάρμακο γιὰ τὸν καρκίνο, ὁ ὁποῖος θερίζει. Μέσ᾽ στοὺς δέκα ἀνθρώπους, ἕνας θὰ φύγῃ ἀπὸ καρκίνο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τροχαῖο, ὁ ἄλλος ἀπὸ τὰ νεῦρα, ὁ ἄλλος ἀπὸ καρδιά, ὁ ἄλλος ἀπὸ ἐγκεφαλικό, κ.τ.λ.. Εἶνε ἀποτελέσματα τῆς ἁμαρτίας. Κι ὅσο αὐξάνει ἡ ἁμαρτία, τόσο θ’ αὐξάνουν καὶ οἱ ἀρρώστιες.
Ἄρρωστο λοιπὸν τὸ κορμὶ τοῦ παραλύτου, διότι προηγουμένως ἦταν ἄρρωστη ἡ ψυχή του. Καὶ ἀρρώστια τῆς ψυχῆς εἶνε ἡ ἁμαρτία. Γι᾽ αὐτὸ ὁ Χριστὸς θεράπευσε πρῶτα τὴν ψυχή του καὶ μετὰ τὸ κορμί του. Τοῦ εἶπε· «Θάρσει, τέκνον· ἀφέωνταί σοι αἱ ἁμαρτίαι σου» (Ματθ. 9,2). Ἔδωσε μεγαλυτέρα σημασία στὴν ψυχή. Ἐνῷ ἐμεῖς τί κάνουμε· ἅμα ἀρρωστήσουμε σωματικῶς ἔστω καὶ λίγο, ἀμέσως τρέχουμε στὸ γιατρό· ἅμα ἀρρωστήσῃ ἡ ψυχή, ἀμελοῦμε. Κ’ εἶνε πολὺ ἄρρωστη ἡ ψυχή. Ἀλλὰ πόσοι πηγαίνουν στὸ γιατρὸ τῆς ψυχῆς, στὴν ἱερὰ ἐξομολόγησι; Ὁ Χριστὸς θεράπευσε τὸν παράλυτο πρῶτα ψυχικῶς. Ἔτσι ἔγινε καλὰ καὶ σωματικῶς, σηκώθηκε πάνω, αὐτὸς ποὺ δὲ μποροῦσε νὰ σηκώσῃ οὔτε τὸ κουτάλι του.
Τὸν εἶδαν ὅλοι καὶ δόξαζαν τὸ Θεό. Ὅλοι; Ὄχι ὅλοι. Ἦταν ἐκεῖ καὶ μερικοὶ ἄνθρωποι κακοί. Ἦταν γραμματεῖς, ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ. Αὐτοί, ὅταν εἶδαν τὸ θαῦμα, ἀντὶ νὰ πέσουν νὰ προσκυνήσουν τὸ Χριστό, μέσα τους τὸν κατηγόρησαν. «Οὗτος βλασφημεῖ», εἶπαν (ἔ.ἀ. 9,3), βλαστημάει τὸ Θεό. Ποιός; ὁ Χριστός, ποὺ ἀπὸ τὰ χείλη του δὲ βγῆκε ποτὲ κακὸς λόγος.
* * *
Ὁ Χριστὸς δὲ βλαστήμησε, δὲν εἶπε ποτέ κακὸ λόγο. Ἀλλ’ ἐνῷ ὁ Χριστὸς δὲν εἶπε ποτέ κακὸ λόγο, οἱ ἄνθρωποι βλαστημοῦν, λένε ἄσχημα λόγια. Καὶ ὁ πιὸ ἄσχημος λόγος εἶνε ἡ βλασφημία, ἡ βλαστήμια. Βγαίνουν ἀπὸ μέσα τους φίδια καὶ σκορπιοί, λόγια ἐλεεινά.
Τὸ κακὸ πῆρε διαστάσεις. Σὲ κάθε πόλι καὶ χωριό, παντοῦ δυστυχῶς, ἀκούγεται βλασφημία. Δὲν ὑπάρχει μέρος ἀπηλλαγμένο ἀπ’ αὐτὴ τὴν πληγή. Βλαστημοῦν κάθε ὥρα· πρωί, μεσημέρι, βράδυ. Βλαστημοῦν ὅπου βρεθοῦν· στὸ δρόμο, στὰ κέντρα διασκεδάσεως, στὰ αὐτοκίνητα, στὰ ἀεροπλάνα, στὸ σιδηρόδρομο, στοὺς στρατῶνες, στὰ δικαστήρια, στὰ σχολεῖα. Βλαστημοῦν ὅλοι· ἄντρες, γέροντες, μικρὰ παιδιά, ἀκόμα καὶ γυναῖκες. Θεέ μου, κατηραμένο ἔθνος γίναμε!
Ὁ βλάστημος πέφτει πολὺ χαμηλά. Ὅποιος βλαστημάει, Χριστιανὸς δὲν εἶνε· ὁ Χριστιανὸς βέβαια δὲ λέει τέτοια πράγματα. Ὅποιος βλαστημάει, Ἕλληνας δὲν εἶνε· οἱ Ἕλληνες ἀνέκαθεν ἐσέβοντο τὰ θεῖα, καὶ δὲν εἶνε κατώτεροι οὔτε ἀπὸ τοὺς Τούρκους ποὺ δὲν ἀνέχονται νὰ τοὺς βλαστημήσῃς τὸν Ἀλλὰχ οὔτε ἀπὸ τοὺς Ἑβραίους ποὺ δὲν ἀνέχονται νὰ τοὺς βλαστημήσῃς τὸν Ἰεχωβᾶ. Λοιπὸν βλαστημᾷς; Χριστιανὸς δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; Ἕλληνας δὲν εἶσαι. Βλαστημᾷς; Οὔτε πολιτισμένος ἄνθρωπος εἶσαι· εἶσαι χειρότερος κι ἀπ’ τοὺς ἀγρίους τῆς ζούγκλας, ποὺ ἂν τολμήσῃς νὰ πῇς κάτι γιὰ τὸν ψεύτικο θεό τους, σὲ κάνουν κομμάτια. Βλαστημᾷς; Οὔτε λογικὸ πλάσμα εἶσαι· εἶσαι κατώτερος κι ἀπὸ τὰ ἄλογα ζῷα. Λένε γιὰ ἕνα λιοντάρι ὅτι μέσα στὸ δάσος πάτησε ἀγκάθι καὶ πονοῦσε· κάποιος κυνηγός, μὲ φόβο, τοῦ ἀφαίρεσε τὸ ἀγκάθι ἀπὸ τὸ πόδι· κι ἀπὸ τὴν ὥρα ἐκείνη τὸ λιοντάρι τὸν ἀκολουθοῦσε σὰν ἀρνάκι. Γι’ αὐτὸ ὁ βλάστημος γίνεται χειρότερος κι ἀπ’ τὰ θηρία. Ἀλλὰ τί λέω; Ὁ βλάστημος ἀποδεικνύεται χειρότερος κι ἀπὸ τὸ διάβολο· γιατὶ ὁ διάβολος ὅλα τ’ ἁμαρτήματα τὰ κάνει, δὲ βλαστημάει ὅμως· ἀκούει «Χριστὸς» καὶ τρέμει. Ὁ βλάστημος εἶνε χειρότερος ἀπ᾽ ὅλους. Κι αὐτὸ εἶνε τὸ κατάντημα.
Νὰ μὴ βλαστημάῃ κανείς λοιπόν. Ἀλλὰ καὶ νὰ μὴν ἀνεχώμεθα ἄλλους νὰ βλαστημοῦν. Σεῖς οἱ γυναῖκες, ἂν ἀκούσετε τὸν ἄντρα σας νὰ βλαστημάῃ, μὴν ἀδιαφορήσετε. Μιὰ γυναῖκα ἀπὸ τὰ Γρεβενὰ τὴν πάντρεψαν μὲ ἕνα βλάστημο. Μετὰ τὸ γάμο τοῦ λέει· Ἄκουσε, ἄντρα, σὲ ἀγαπῶ, ἀλλὰ παραπάνω ἀπὸ σένα ἀγαπῶ τὸ Θεό. Ἂν ξαναμπῇς στὸ σπίτι καὶ βλαστημήσῃς τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Παναγία, δὲ θὰ τὸ ἀνεχθῶ. Θύμωσες; βλαστήμησε τὴ μάνα καὶ τὸν πατέρα ποὺ μὲ γέννησαν, καὶ θὰ σὲ συχωρέσω· ἀλλὰ νὰ βλαστημήσῃς τὸ Θεό μου – τὸ Χριστό μου, δὲν ἔχω μάτια νὰ σὲ δῶ!… Παραπάνω ἀπ’ ὅλους εἶνε ὁ Θεός.
Εἶνε ντροπή μας νὰ μᾶς δίνουν μαθήματα ἄλλοι. Πῆγα σ᾽ ἕνα φυλάκιο τῶν συνόρων. Εἶχε καμμιὰ πενηνταριὰ στρατιῶτες. Τοὺς ρώτησα καὶ ὅλοι μοῦ εἶπαν τὸ ὄνομά τους. Λέω· ―Βλαστημᾶτε; Ἔσκυψαν τὸ κεφάλι. ―Δέσποτα, ὅλοι βλαστημᾶμε, συχώρεσέ μας. Ἕνας μόνο δὲ βλαστημάει μεταξύ μας· ὁ μουσουλμᾶνος ἀπὸ τὴν Ξάνθη, ποὺ ἔχουμε στὴ μονάδα… Ποῦ καταντήσαμε!
* * *
Ἂν δὲν ἀκούσουμε τὰ λόγια αὐτά, ἀγαπητοί μου, θὰ τιμωρηθοῦμε. Ἡ βλαστήμια εἶνε ἀπὸ τὰ σοβαρώτερα ἁμαρτήματα τοῦ λαοῦ μας. Ὄχι ὅτι τ᾽ ἄλλα ἔθνη εἶνε ἅγια. Κι αὐτὰ ἔχουν ἁμαρτίες· ἡ ῾Ρωσία τὴν ἀθεΐα, ἡ Γαλλία τὸν ἐκφυλισμό, ἡ Ἀγγλία τὴ φιλαργυρία, ἡ Γερμανία τὴν ὑπερηφάνεια, ἡ Ἀμερικὴ τὴ λατρεία τῆς κυριαρχίας. Ἀλλὰ κ’ ἐμεῖς ἔχουμε δυὸ μεγάλα ἁμαρτήματα· τὸ ἕνα εἶνε τῶν ἀντρῶν, τὸ ἄλλο τῶν γυναικῶν. Τὸ ἁμάρτημα τῶν γυναικῶν εἶνε ὅτι ἔπαυσαν νὰ γεννοῦν, καὶ τὸ ἁμάρτημα τῶν ἀντρῶν εἶνε ὅτι βλαστημοῦν τὸ Θεό. Αὐτὰ τὰ δυὸ ἁμαρτήματα εἶνε τὰ πιὸ μεγάλα. Καὶ πρέπει ὅλοι νὰ μετανοήσουμε γιὰ ὅλα, καὶ ἰδιαιτέρως γι’ αὐτά· καὶ οἱ γυναῖκες νὰ σταματήσουν τὶς ἐκτρώσεις ἢ ἀμβλώσεις, καὶ οἱ ἄντρες νὰ πάψουν τὴ βλασφημία.
Αὐτά, ἀγαπητοί μου, εἶχα νὰ σᾶς πῶ. Καὶ εὔχομαι ὁ τόπος μας νὰ μείνῃ καθαρὸς ἀπὸ τὴ βλαστήμια, γιὰ νὰ ἔχῃ τὴν εὐλογία τοῦ Χριστοῦ· ἀμήν.
† ἐπίσκοπος Αὐγουστῖνος
(Ομιλία Μητροπολίτου Φλωρίνης π. Αυγουστίνου Καντιώτου στον ιερό ναό του Ἁγίου Γεωργίου Βεύης – Φλωρίνης 25-7-1976) ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
ΠΟΣΕΙΔΩΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου