«Ὁ χαλασμένος καθρέπτης»
Ὁ καθρέπτης κάθε λαοῦ εἶνε ἡ Ἱστορία του. Ὁ κάθε λαὸς ἀπὸ τὴν Ἱστορίαν καὶ ἀπὸ τὰ βιβλία ποὺ γράφουν δι᾿αὐτὸν ἰδικοί του καὶ ξένοι συγγραφεῖς, σχηματίζει τὴν ἰδέαν του διὰ τὸν ἑαυτόν του, ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει τὸ ἐξωτερικόν του ἀπὸ τὸν καθρέπτην. Καὶ ἀπαράλλακτα ὅπως ὁ κάθε ἄνθρωπος γνωρίζει πῶς εἶνε τὸ ἐξωτερικόν του, χωρὶς νὰ ἔχῃ ἀνάγκην ὅλην τὴν ὥραν, νὰ κυττάζεται εἰς τὸν καθρέπτην διὰ νὰ ἰδῇ ἂν ἔχῃ μαῦρα ἢ ξανθιὰ μαλλιά, τὸ ἴδιον δὲν αἰσθάνεται τὴν ἀνάγκην νὰ κυττάζεται κάθε ἡμέραν εἰς τὴν Ἱστορίαν, διὰ νὰ ἰδῇ τὸ ἐθνικόν του Ἐγώ. Ἔχει τὴν ἰδέαν του σχηματισμένην.
Ἀλλὰ ἂν δώσετε, εἰς ἕνα ἄνθρωπον μόνον ἕνα καθρέπτην χαλασμένον, μουντζουρωμένον, βέβαια δὲν θὰ εἰξεύρῃ πῶς εἶνε τὸ ἐξωτερικόν του ἀκριβῶς καὶ θὰ νομίζῃ ὅτι ἔχει πρόσωπον εὐλογιασμένον, πρόσωπον πανουκλιασμένον. Τὸ ἴδιον θὰ συμβῇ καὶ διὰ κάθε λαόν, ἐὰν τοῦ δώσετε ἕνα καθρέπτην χαλασμένον, μουντζουρωμένον. Θὰ νομίζῃ τὸ ἐθνικόν του Ἐγὼ εὐλογιασμένον, πανουκλιασμένον. Θὰ ἔχῃ μίαν ἰδέαν διὰ τὸν ἑαυτόν του θεόστραβον.
Καὶ νά ἀπὸ ποῦ, πῶς, ὁ ἰδικός μας λαὸς ἐσχημάτισε τὴν Ἰδέαν του καὶ ἑπομένως φαντάζεσθε τὶ εἶνε αὐτὸς καὶ τὶ νομίζει ὅτι εἶνε αὐτός. Ἡ Ἑλληνικὴ Ἱστορία εἰς τὸ σύνολόν της εἶνε κυρίως ἔργον τῶν Εὐρωπαίων. Αὐτοὶ συνέρραψαν καὶ συνεδίασαν καὶ ἐσχολίασαν τὰς μερικὰς ἱστορίας. Ἐσχηματίσθη οὕτω σιγὰ σιγὰ εἰς τὴν Εὐρώπην, μία Ἑλληνικὴ Ἱστορία «ὄγκος τεράστιος» ἀπὸ τὴν ὁποίαν κατὰ τὸ πολὺ μέρος ἐπήγασαν καὶ αἱ ἰδικαί μας. Ἡ Ἱστορία αὐτή, ἡ ξένη, μὲ χιλίας ριζωμένας καὶ ἀθίκτους ἰδέας, δια πλάττει τὸ πολὺ πνεῦμα τῶν Εὐρωπαίων. Ἐξ αὐτῆς ἀπορρέουν τὰ πολυειδῆ περὶ ἡμῶν βιβλία, ἐξ αὐτῆς τρέφεται ὁ ἡμερήσιος καὶ περιοδικὸς Εὐρωπαϊκὸς τύπος. Ἐξ αὐτῆς εἶνε προκατηλειμένον πᾶν πνεῦμα καὶ πάντων τῶν ἐδῶ ἐρχομένων πολυειδῶν βιβλιογράφων.
Ἐξ αὐτῆς ἐπηρεάζεται κάθε πνεῦμα καὶ Εὐρωπαίων καὶ ἰδικῶν μας ἱστορικῶν. Καὶ ἐκ τῶν βιβλίων, τῶν μελετῶν, τῶν ἄρθρων, τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ τύπου, τὰ ὁποῖα ἀπορρέουν ἐξ αὐτῆς, μορφώνουν καὶ οἱ πάμπολοι ἐξ ἡμῶν τῶν Ἑλλήνων, τὰς ἰδέας των περὶ Ἑλληνικῆς φυλῆς, Ἑλλάδος, Ἑλληνισμοῦ.
Αἱ τινὲς φωναί, τὰ τινὰ ἔργα τὰ πολεμοῦντα τὰς ἰδέας αὐτὰς εἰς τὴν Εὐρώπην, αἱ τινὲς φωναὶ καὶ τὰ τινὰ ἔργα τὰ πολεμοῦντα τὰς ἰδέας αὐτὰς ἐδῶ, δὲν ἔχουν κανενὸς εἴδους καμμίαν σοβαρὰν ἐπιρροήν· οὔτε ἐπὶ τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πλήθους οὔτε ἐπὶ τοῦ ἰδικοῦ μας. Αἱ στραβαὶ ἰδέαι, ἐρριζοῦντο εἰς τὰ πνεύματα ἐπὶ τόσον καιρόν, ὥστε τώρα χρειάζεται ἄλλος τόσος καὶ πολὺ περισσότερος διὰ νὰ ξερριζωθοῦν. Διότι ὅσον δύσκολον εἶνε, νὰ ριζοβολήσῃ εἰς ἀνθρώπους πολλοὺς μία Ἰδέα, τόσον ἀπείρως δυσκολώτερον, ἄπαξ ριζωθεῖσα καὶ κατακτήσασα ἔδαφος νὰ ἀποσπασθῇ ὅσον προφανῶς στραβὴ καὶ ἂν εἶνε.
Αὐτὸ τὸ κομμάτι τὸ χαρτὶ ποὺ λέγει μίαν ἁπλῆν ἀλήθειαν, θὰ ἦτο καλὸν καθένας νὰ ἤθελε νὰ τὸ ἔχῃ ἐμπρός του, ὅταν πιάνῃ νὰ διαβάσῃ κάθε ξένον ποὺ λέγει τὰς ἰδέας του δι᾿ἡμᾶς. Καὶ ἂν ὁ τύπος ἤθελε νὰ ἀντιδράσῃ κατὰ τῆς ἀπομουρλοσύνης τὴν ὁποίαν ἐκτείνουν καὶ αἱ ἰδέαι τῶν ξένων δι᾿ἡμᾶς, ἀφοῦ γνωστὸν πῶς χάπτονται αἱ ἰδέαι τῶν ξένων, θὰ ἔπρεπε νὰ μὴ δίδῃ οὔτε μίαν ξένην ἰδέαν, χωρὶς νὰ τὴν ἀκολουθῇ ἡ σχολίασις καὶ ἡ ἀντιβολὴτῶν ἀληθῶν πραγμάτων ὑπὸτῶν ἐδῶ εἰδικῶν εἰς τὰ ἱστορικά, διὰ νὰ ἀρχίσῃ νὰ μειοῦται τὸ θανατικὸν αὐτό.
(Άρθρο του Περικλή Γιαννόπουλου, το οποίο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ὁ Νουμᾶς», στις 3 Απριλίου 1903).
Αντεπίθεση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου