Οι
ΗΠΑ εδώ και πολλά χρόνια και ιδιαίτερα μετά την διάλυση της Σοβιετικής
Ένωσης προσπαθούν να εκπληρώσουν τα σχέδιά τους για τον εξανδραποδισμό
του κράτους - έθνους και να επιταχύνουν τις διαδικασίες αυτές με
αιχμή τους επιθετικούς πολέμους που διεξάγουν στην Βόρεια Αφρική και
Μέση Ανατολή. Οι μη δυτικές κοινωνίες προσπαθούν να εμποδίσουν την
επέλαση των ΗΠΑ και υποδηλώνουν την ετοιμότητά τους για αντίσταση.
Ιδιαίτερα η Ρωσία αποτελεί το κυριότερο γεωπολιτικό εμπόδιο για την Ουάσιγκτον, επεκτείνοντας την σφαίρα επιρροής της και δείχνοντας στον κόσμο ότι δεν μπορεί κανείς να την υπερκεράσει.
Σε αυτό το πλαίσιο η λεγόμενη Ευρασία αποτελεί την μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση για άσκηση παγκόσμιας δυναμικής πολιτικής. Η στρατηγική σημασία της Ευρασίας στο παγκόσμιο στερέωμα συγκρίνεται με αυτήν που έχει η Γερμανία στην Ευρώπη. Γεωγραφικά η Ευρασία περιορίζεται από τα φυσικά εμπόδια της Σιβηρίας, των Ιμαλάϊων, της ερήμου Γκόμπι και του Θιβέτ ενώ τα πολιτικά σύνορά της είναι η Δυτική Ευρώπη, η Μέση και Άπω Ανατολή και η Νότιος και Ανατολική Ασία.
Η θεωρία περί της γεωπολιτικής σημασίας της Ευρασίας, που πρώτος έχει παρουσιάσει ο βρετανός μελετητής της γεωπολιτικής Halford J. Mackinder (1861-1947), αναφέρει δυο βασικά πράγματα. Πρώτον δεν μπορεί να υπάρξει η Ευρώπη ως μεγάλη δύναμη χωρίς την Γερμανία, σημειώνουμε ότι μετά το 1945 ως σήμερα η Γερμανία βρίσκεται υπό την επιρροή των ΗΠΑ, και δεύτερον δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπία έναντι της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης χωρίς μια ισχυρή Ρωσία.
Οι ΗΠΑ μέσω της εξωτερικής και αμυντικής τους πολιτικής εκπληρώνουν τα σχέδια των Αμερικανοσιωνιστών για παγκόσμια κυριαρχία και μετατροπή των κοινωνιών σύμφωνα με τα πρότυπα του αμερικανικού λιμπεραλισμού, την επιβολή παγκόσμιας θρησκείας παράλληλα με την διάλυση των εθνών. Έως το 1947 οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την σύμπλευση με την ΕΣΣΔ για μια παγκόσμια κυβέρνηση, παρ’ όλο ότι η σοβιετική παγκοσμιοποίηση με την αμερικανική δεν είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Μετά το 1947 διαπιστώθηκε από τους Αμερικανούς ότι οι Σοβιετικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να ενστερνιστούν την «φιλελεύθερη» παγκοσμιοποίηση και έτσι περιόρισαν τα σχέδιά τους γεωγραφικά. Ο λεγόμενος Ατλαντισμός (ΝΑΤΟ) αντικατέστησε προσωρινά την Παγκοσμιοποίηση.
Όταν το 1989 άρχισε να διαλύεται η Σοβιετική Ένωση, τα όνειρα για παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ επανεμφανίστηκαν και οι Αμερικανοί με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εφαρμογή των σχεδίων για παγκοσμιοποίηση. Στο νεκροκρέβατο του κομμουνισμού εμφανίστηκε ένας καινούργιος «εχθρός» που έδινε την ευκαιρία στους Αμερικανούς να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους. Ο καινούργιος εχθρός ονομαζόταν ισλαμική τρομοκρατία. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ είχαν επιτρέψει σε αυτόν τον «εχθρό» να αναπτυχθεί ώστε να αποτρέψει την διείσδυση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και άλλες χώρες που ήθελαν να συμμαχήσουν με την ΕΣΣΔ. Ο σουνιτικός ισλαμισμός στο Αφγανιστάν ήταν η μήτρα που γέννησε την Αλ Κάιντα και γενικά τους ισλαμιστές τρομοκράτες.
Το 1979 οι Αμερικανοί δεν απέτρεψαν την σιιτική επανάσταση εναντίον του Σάχη στο Ιράν, αν και ήταν σε θέση να το κάνουν. Ο ψυχρός υπολογισμός τους ήταν ότι ένα σιιτικό Ιράν θα ήταν πάντα αντίπαλο δέος προς την μαρξιστική Σοβιετική Ένωση και επίσης ότι το σιιτικό Ιράν θα ήταν αντίβαρο στους σουνίτες φονταμενταλιστές. Έτσι με την ανοχή και συμπαράστασή τους προωθήθηκε στην Αίγυπτο και την Συρία η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Επίσης, η Ουάσιγκτον προέτρεψε το Ιράκ σε πόλεμο εναντίον του Ιράν και αντιστρόφως το Ιράν εναντίον του Ιράκ, σύμφωνα με το δόγμα «let them kill themselves» (αφήστε τους να σκοτωθούν μεταξύ τους), το οποίο είχαν εφαρμόσει ήδη επιτυχώς στον πόλεμο Γερμανίας-Ρωσίας, με σκοπό αυτή την φορά την εξουδετέρωση του αραβικού εθνικισμού, ο οποίος αραβικός εθνικισμός αντιτίθετο στα ισραηλινά συμφέροντα.
Αυτή η συμμαχία με τους ισλαμιστές και τους ισλαμιστές-τρομοκράτες ήταν πάντα χρήσιμη για τις ΗΠΑ, είτε ως συμμαχία εναντίον των κομμουνιστών του Ψυχρού Πολέμου, είτε ως επίσημος «εχθρός» των ΗΠΑ μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Οι ισλαμιστές τρομοκράτες βεβαίως και είναι ένας υπαρκτός εχθρός των πολιτισμένων κρατών, αλλά χωρίς την υποστήριξη των Αμερικανών ουδόλως δύνανται να επηρεάσουν την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο. Ο πόλεμος που δήθεν διεξάγουν οι ΗΠΑ εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι ο μανδύας ενός πολύ πιο ρεαλιστικού πολέμου, αυτού εναντίον των δυνάμεων της Ευρασίας.
Μετά την εξαφάνιση από τον χάρτη της ΕΣΣΔ και κατά την περίοδο της αστάθειας που ακολούθησε, οι Αμερικανοί και τα αφεντικά τους οι Αγγλοαμερικανοί Σιωνιστές αντιλήφθηκαν ότι μια ανερχόμενη δύναμη που συνδύαζε δημογραφικό και βιομηχανικό δυναμικό θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους, η Κίνα. Εφάρμοσαν λοιπόν το εξής σχέδιο για αυτόν τον νέο εχθρό. Οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι και οι πόλεμοι εναντίον της τρομοκρατίας θα ήταν η νέα δικαιολογία που θα έκρυβε την πραγματική τους πρόθεση για κατάκτηση της Ευρασίας. Η Κίνα στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν ο στόχος και η Ρωσία η προϋπόθεση για να κερδίσουν αυτό τον πόλεμο. Η Κίνα ως στόχος διότι σε μια περίοδο εικοσαετίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα πρωτεία των ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη και η Ρωσία ως προϋπόθεση λόγω του στρατηγικού της προσανατολισμού.
Η στρατηγική που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας βασιζόταν στα εξής σημεία: α )Εξάπλωση του ΝΑΤΟ μέχρι των συνόρων της Ρωσίας και της Δυτικής Κίνας, β) Έλεγχος της ενεργειακής εξάρτησης της Κίνας, γ) Περικύκλωση της Κίνας με τους ιστορικούς της αντιπάλους όπως Ινδία, Βιετνάμ, Κορέα, Ιαπωνία, Εθνικιστική Κίνα και δ) Ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων σε Ρωσία και Κίνα (Τσετσενία, Τουρκεστάν).
Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πρώτη διάσταση αυτού του ευρασιατικού σχεδίου. Οι Αμερικανοί κράτησαν εν ζωή το ΝΑΤΟ, αν και είχε διαλυθεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και μετέτρεψαν αυτό τον οργανισμό από καθαρά αμυντικό σε επιθετικό όπλο των συμφερόντων τους, δίνοντας του την δυνατότητα να επεμβαίνει στα Βαλκάνια, στην Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Για την περαιτέρω εξάπλωση του ΝΑΤΟ οι ΗΠΑ υποκίνησαν και υποβοήθησαν «επαναστάσεις» στην Γεωργία, Ουκρανία και Κιργιζία. Επίσης, χρηματοδότησαν αφειδώς ΜΚΟ που είχαν ως σκοπό αντιρωσική προπαγάνδα.
Τα σχέδια των Αγγλοαμερικανών Σιωνιστών εξελισσόταν ομαλά όταν στο πολιτικό στερέωμα της Ρωσίας εμφανίστηκε το 2000 ο Πούτιν, ο οποίος είχε ένα καθαρό και σαφές πρόγραμμα. Η βασική παράμετρος αυτού του προγράμματος ήταν να ανορθώσει την Ρωσία με τις εξαγωγές ενέργειας. Για να γίνει αυτό έπρεπε οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ρωσίας να αποδοθούν στο εθνικό κράτος από τους ολιγάρχες που τις είχαν προσεταιριστεί κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Γιέλτσιν. Έτσι αναπτύχθηκαν ισχυρότατες εταιρίες όπως η Rosneft και η Gazprom, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.
Ο Πούτιν με την πολιτική του οδήγησε σταθερά την Ρωσία στο βάθρο μια μεγάλης δύναμης. Σημάδια επ’ αυτού ήταν η συμμαχία του με το Ιράν σε θέματα εξοπλισμών και πυρηνικής ενέργειας, η βοήθειά του στην Συρία για την αναχαίτιση των ορδών των ισλαμιστών τρομοκρατών και η εμφάνιση του ρωσικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο έτοιμος να αναλάβει δράση. Η αμερικανική ευφορία λοιπόν για επικράτηση στην Ευρασία δεν κράτησε πολύ. Ο Πούτιν εξ αρχής έπαιξε ένα καθαρό παιχνίδι. Θα μπορούσε να είχε συμμαχήσει με τους Αμερικανούς για να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και τα αποσχιστικά κινήματα που μάστιζαν την χώρα του. Αλλά δεν πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας. Ανταπέδωσε στα ίσια την αμερικανική πολιτική στο Κόσσοβο υποκινώντας την Νότια Οσσετία και Αμπχαζία να αποσχιστούν από την Γεωργία. Δεν επέτρεψε στην Ουκρανία να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, πράγμα που θα αφαιρούσε από την Ρωσία το δικαίωμα ελλιμενισμού του στόλου της στο σημαντικότατο λιμάνι της Σεβαστουπόλεως στην Μαύρη Θάλασσα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η Ρωσία παρέμεινε το κυριότερο εμπόδιο των ΗΠΑ στην κατάκτηση της Ευρασίας. Η πολιτική του Πούτιν, πολύ περισσότερο από αυτή της Κίνας, είναι αυτή που απέτρεψε και εμπόδισε την Ουάσιγκτον να εξαπλωθεί στην Ευρασία. Είναι πολιτική που ενώνει τον άξονα Μόσχα-Κεντρική Ασία-Τεχεράνη-Καράκας. Αυτός ο άξονας είναι το αντίπαλο δέος του ενεργειακού άξονα ΗΠΑ - Αραβικά Εμιράτα.
Ουδείς αμφισβητεί ότι οι Αγγλοαμερικανοί Σιωνιστές θα προσπαθήσουν να τερματίσουν την πολιτική του Πούτιν. Οι ΗΠΑ προσδοκούν (βλ. Συρία και Ιράν) να τον ανακόψουν. Αλλά τι μπορεί να πράξει η Ουάσιγκτον στην καρδιά της Ευρασίας; Η Ρωσία είναι μια πυρηνική δύναμη και δεν είναι φρόνιμη μια αντιπαράθεση μέχρις εσχάτων μαζί της. Οι Ευρωπαίοι όσο και αν έχουν τυφλωθεί από τα σιωνιστικά ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας του μνημονίου και των τοκογλύφων) δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι όλο και περισσότερο θα εξαρτώνται από το ρωσικό και ιρανικό πετρέλαιο και αέριο. Αυτή η εξάρτηση αργά αλλά σταθερά θα μετουσιωθεί σε συμμαχίες επί εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις τα σχέδια των Αμερικανοσιωνιστών για την Ευρασία και την Παγκοσμιοποίηση φαίνεται να αποτυγχάνουν.
Σε αυτό το πλαίσιο η λεγόμενη Ευρασία αποτελεί την μεγαλύτερη γεωπολιτική πρόκληση για άσκηση παγκόσμιας δυναμικής πολιτικής. Η στρατηγική σημασία της Ευρασίας στο παγκόσμιο στερέωμα συγκρίνεται με αυτήν που έχει η Γερμανία στην Ευρώπη. Γεωγραφικά η Ευρασία περιορίζεται από τα φυσικά εμπόδια της Σιβηρίας, των Ιμαλάϊων, της ερήμου Γκόμπι και του Θιβέτ ενώ τα πολιτικά σύνορά της είναι η Δυτική Ευρώπη, η Μέση και Άπω Ανατολή και η Νότιος και Ανατολική Ασία.
Η θεωρία περί της γεωπολιτικής σημασίας της Ευρασίας, που πρώτος έχει παρουσιάσει ο βρετανός μελετητής της γεωπολιτικής Halford J. Mackinder (1861-1947), αναφέρει δυο βασικά πράγματα. Πρώτον δεν μπορεί να υπάρξει η Ευρώπη ως μεγάλη δύναμη χωρίς την Γερμανία, σημειώνουμε ότι μετά το 1945 ως σήμερα η Γερμανία βρίσκεται υπό την επιρροή των ΗΠΑ, και δεύτερον δεν μπορεί να υπάρξει ισορροπία έναντι της αμερικανικής παγκοσμιοποίησης χωρίς μια ισχυρή Ρωσία.
Οι ΗΠΑ μέσω της εξωτερικής και αμυντικής τους πολιτικής εκπληρώνουν τα σχέδια των Αμερικανοσιωνιστών για παγκόσμια κυριαρχία και μετατροπή των κοινωνιών σύμφωνα με τα πρότυπα του αμερικανικού λιμπεραλισμού, την επιβολή παγκόσμιας θρησκείας παράλληλα με την διάλυση των εθνών. Έως το 1947 οι ΗΠΑ επιθυμούσαν την σύμπλευση με την ΕΣΣΔ για μια παγκόσμια κυβέρνηση, παρ’ όλο ότι η σοβιετική παγκοσμιοποίηση με την αμερικανική δεν είχαν κοινά χαρακτηριστικά. Μετά το 1947 διαπιστώθηκε από τους Αμερικανούς ότι οι Σοβιετικοί δεν ήταν διατεθειμένοι να ενστερνιστούν την «φιλελεύθερη» παγκοσμιοποίηση και έτσι περιόρισαν τα σχέδιά τους γεωγραφικά. Ο λεγόμενος Ατλαντισμός (ΝΑΤΟ) αντικατέστησε προσωρινά την Παγκοσμιοποίηση.
Όταν το 1989 άρχισε να διαλύεται η Σοβιετική Ένωση, τα όνειρα για παγκόσμια κυριαρχία των ΗΠΑ επανεμφανίστηκαν και οι Αμερικανοί με τους συμμάχους τους ξεκίνησαν την εφαρμογή των σχεδίων για παγκοσμιοποίηση. Στο νεκροκρέβατο του κομμουνισμού εμφανίστηκε ένας καινούργιος «εχθρός» που έδινε την ευκαιρία στους Αμερικανούς να εξαπλώσουν την κυριαρχία τους. Ο καινούργιος εχθρός ονομαζόταν ισλαμική τρομοκρατία. Κατά την διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου οι ΗΠΑ είχαν επιτρέψει σε αυτόν τον «εχθρό» να αναπτυχθεί ώστε να αποτρέψει την διείσδυση των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν και άλλες χώρες που ήθελαν να συμμαχήσουν με την ΕΣΣΔ. Ο σουνιτικός ισλαμισμός στο Αφγανιστάν ήταν η μήτρα που γέννησε την Αλ Κάιντα και γενικά τους ισλαμιστές τρομοκράτες.
Το 1979 οι Αμερικανοί δεν απέτρεψαν την σιιτική επανάσταση εναντίον του Σάχη στο Ιράν, αν και ήταν σε θέση να το κάνουν. Ο ψυχρός υπολογισμός τους ήταν ότι ένα σιιτικό Ιράν θα ήταν πάντα αντίπαλο δέος προς την μαρξιστική Σοβιετική Ένωση και επίσης ότι το σιιτικό Ιράν θα ήταν αντίβαρο στους σουνίτες φονταμενταλιστές. Έτσι με την ανοχή και συμπαράστασή τους προωθήθηκε στην Αίγυπτο και την Συρία η Μουσουλμανική Αδελφότητα. Επίσης, η Ουάσιγκτον προέτρεψε το Ιράκ σε πόλεμο εναντίον του Ιράν και αντιστρόφως το Ιράν εναντίον του Ιράκ, σύμφωνα με το δόγμα «let them kill themselves» (αφήστε τους να σκοτωθούν μεταξύ τους), το οποίο είχαν εφαρμόσει ήδη επιτυχώς στον πόλεμο Γερμανίας-Ρωσίας, με σκοπό αυτή την φορά την εξουδετέρωση του αραβικού εθνικισμού, ο οποίος αραβικός εθνικισμός αντιτίθετο στα ισραηλινά συμφέροντα.
Αυτή η συμμαχία με τους ισλαμιστές και τους ισλαμιστές-τρομοκράτες ήταν πάντα χρήσιμη για τις ΗΠΑ, είτε ως συμμαχία εναντίον των κομμουνιστών του Ψυχρού Πολέμου, είτε ως επίσημος «εχθρός» των ΗΠΑ μετά το πέρας του Ψυχρού Πολέμου. Οι ισλαμιστές τρομοκράτες βεβαίως και είναι ένας υπαρκτός εχθρός των πολιτισμένων κρατών, αλλά χωρίς την υποστήριξη των Αμερικανών ουδόλως δύνανται να επηρεάσουν την ισορροπία δυνάμεων στον κόσμο. Ο πόλεμος που δήθεν διεξάγουν οι ΗΠΑ εναντίον της ισλαμικής τρομοκρατίας είναι ο μανδύας ενός πολύ πιο ρεαλιστικού πολέμου, αυτού εναντίον των δυνάμεων της Ευρασίας.
Μετά την εξαφάνιση από τον χάρτη της ΕΣΣΔ και κατά την περίοδο της αστάθειας που ακολούθησε, οι Αμερικανοί και τα αφεντικά τους οι Αγγλοαμερικανοί Σιωνιστές αντιλήφθηκαν ότι μια ανερχόμενη δύναμη που συνδύαζε δημογραφικό και βιομηχανικό δυναμικό θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στα σχέδιά τους, η Κίνα. Εφάρμοσαν λοιπόν το εξής σχέδιο για αυτόν τον νέο εχθρό. Οι «ανθρωπιστικοί» πόλεμοι και οι πόλεμοι εναντίον της τρομοκρατίας θα ήταν η νέα δικαιολογία που θα έκρυβε την πραγματική τους πρόθεση για κατάκτηση της Ευρασίας. Η Κίνα στην προκειμένη περίπτωση θα ήταν ο στόχος και η Ρωσία η προϋπόθεση για να κερδίσουν αυτό τον πόλεμο. Η Κίνα ως στόχος διότι σε μια περίοδο εικοσαετίας θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα πρωτεία των ΗΠΑ ως παγκόσμια δύναμη και η Ρωσία ως προϋπόθεση λόγω του στρατηγικού της προσανατολισμού.
Η στρατηγική που εφάρμοσαν οι ΗΠΑ εναντίον της Κίνας βασιζόταν στα εξής σημεία: α )Εξάπλωση του ΝΑΤΟ μέχρι των συνόρων της Ρωσίας και της Δυτικής Κίνας, β) Έλεγχος της ενεργειακής εξάρτησης της Κίνας, γ) Περικύκλωση της Κίνας με τους ιστορικούς της αντιπάλους όπως Ινδία, Βιετνάμ, Κορέα, Ιαπωνία, Εθνικιστική Κίνα και δ) Ενίσχυση των αποσχιστικών τάσεων σε Ρωσία και Κίνα (Τσετσενία, Τουρκεστάν).
Η επέκταση του ΝΑΤΟ ήταν η πρώτη διάσταση αυτού του ευρασιατικού σχεδίου. Οι Αμερικανοί κράτησαν εν ζωή το ΝΑΤΟ, αν και είχε διαλυθεί το Σύμφωνο της Βαρσοβίας, και μετέτρεψαν αυτό τον οργανισμό από καθαρά αμυντικό σε επιθετικό όπλο των συμφερόντων τους, δίνοντας του την δυνατότητα να επεμβαίνει στα Βαλκάνια, στην Βόρεια Αφρική και Μέση Ανατολή. Για την περαιτέρω εξάπλωση του ΝΑΤΟ οι ΗΠΑ υποκίνησαν και υποβοήθησαν «επαναστάσεις» στην Γεωργία, Ουκρανία και Κιργιζία. Επίσης, χρηματοδότησαν αφειδώς ΜΚΟ που είχαν ως σκοπό αντιρωσική προπαγάνδα.
Τα σχέδια των Αγγλοαμερικανών Σιωνιστών εξελισσόταν ομαλά όταν στο πολιτικό στερέωμα της Ρωσίας εμφανίστηκε το 2000 ο Πούτιν, ο οποίος είχε ένα καθαρό και σαφές πρόγραμμα. Η βασική παράμετρος αυτού του προγράμματος ήταν να ανορθώσει την Ρωσία με τις εξαγωγές ενέργειας. Για να γίνει αυτό έπρεπε οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Ρωσίας να αποδοθούν στο εθνικό κράτος από τους ολιγάρχες που τις είχαν προσεταιριστεί κατά την διάρκεια της ηγεμονίας του Γιέλτσιν. Έτσι αναπτύχθηκαν ισχυρότατες εταιρίες όπως η Rosneft και η Gazprom, οι οποίες είναι άμεσα συνδεδεμένες με τα ρωσικά εθνικά συμφέροντα.
Ο Πούτιν με την πολιτική του οδήγησε σταθερά την Ρωσία στο βάθρο μια μεγάλης δύναμης. Σημάδια επ’ αυτού ήταν η συμμαχία του με το Ιράν σε θέματα εξοπλισμών και πυρηνικής ενέργειας, η βοήθειά του στην Συρία για την αναχαίτιση των ορδών των ισλαμιστών τρομοκρατών και η εμφάνιση του ρωσικού στόλου στην Ανατολική Μεσόγειο έτοιμος να αναλάβει δράση. Η αμερικανική ευφορία λοιπόν για επικράτηση στην Ευρασία δεν κράτησε πολύ. Ο Πούτιν εξ αρχής έπαιξε ένα καθαρό παιχνίδι. Θα μπορούσε να είχε συμμαχήσει με τους Αμερικανούς για να καταπολεμήσει την τρομοκρατία και τα αποσχιστικά κινήματα που μάστιζαν την χώρα του. Αλλά δεν πρόδωσε τα εθνικά συμφέροντα της Ρωσίας. Ανταπέδωσε στα ίσια την αμερικανική πολιτική στο Κόσσοβο υποκινώντας την Νότια Οσσετία και Αμπχαζία να αποσχιστούν από την Γεωργία. Δεν επέτρεψε στην Ουκρανία να γίνει μέλος του ΝΑΤΟ, πράγμα που θα αφαιρούσε από την Ρωσία το δικαίωμα ελλιμενισμού του στόλου της στο σημαντικότατο λιμάνι της Σεβαστουπόλεως στην Μαύρη Θάλασσα.
Κατ’ αυτό τον τρόπο η Ρωσία παρέμεινε το κυριότερο εμπόδιο των ΗΠΑ στην κατάκτηση της Ευρασίας. Η πολιτική του Πούτιν, πολύ περισσότερο από αυτή της Κίνας, είναι αυτή που απέτρεψε και εμπόδισε την Ουάσιγκτον να εξαπλωθεί στην Ευρασία. Είναι πολιτική που ενώνει τον άξονα Μόσχα-Κεντρική Ασία-Τεχεράνη-Καράκας. Αυτός ο άξονας είναι το αντίπαλο δέος του ενεργειακού άξονα ΗΠΑ - Αραβικά Εμιράτα.
Ουδείς αμφισβητεί ότι οι Αγγλοαμερικανοί Σιωνιστές θα προσπαθήσουν να τερματίσουν την πολιτική του Πούτιν. Οι ΗΠΑ προσδοκούν (βλ. Συρία και Ιράν) να τον ανακόψουν. Αλλά τι μπορεί να πράξει η Ουάσιγκτον στην καρδιά της Ευρασίας; Η Ρωσία είναι μια πυρηνική δύναμη και δεν είναι φρόνιμη μια αντιπαράθεση μέχρις εσχάτων μαζί της. Οι Ευρωπαίοι όσο και αν έχουν τυφλωθεί από τα σιωνιστικά ΜΜΕ (συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας του μνημονίου και των τοκογλύφων) δεν μπορούν παρά να αναγνωρίσουν ότι όλο και περισσότερο θα εξαρτώνται από το ρωσικό και ιρανικό πετρέλαιο και αέριο. Αυτή η εξάρτηση αργά αλλά σταθερά θα μετουσιωθεί σε συμμαχίες επί εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Υπό αυτές τις προϋποθέσεις τα σχέδια των Αμερικανοσιωνιστών για την Ευρασία και την Παγκοσμιοποίηση φαίνεται να αποτυγχάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου