Επειδή
ακούσαμε πολλά από τότε που οι Τσίπρας-Κοτζιάς έπεσαν έκοντες άκοντες
στη διεθνή παγίδα που στήθηκε από ξένα κέντρα, για να ξεπουληθεί η
Μακεδονία και μαζί της ολόκληρη η ελληνική ιστορία, θα παραθέσουμε
ορισμένα αποσπάσματα από το υπό έκδοση βιβλίο «Στον ίσκιο του
Καϊμάκτσαλαν – Η Αλμωπία γη της Μακεδονίας» (εκδ. Ινφογνώμων), του
Χρήστου Μπίνου, κατοίκου της πολύπαθης και μαρτυρικής Αριδαίας και
απογόνου Μακεδονομάχου.
Αναφερόμενος στη γλώσσα, που με τη συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνωρίζει ως «μακεδονική», ο Μπίνος αναφέρει:
«…Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό για τα πολυποίκιλα ιδιώματα και τις διαλέκτους που συναντούμε στα βόρεια της ελληνικής Μακεδονίας, πρέπει να τονιστεί ότι αυτά απέχουν από την ομιλούμενη σήμερα διάλεκτο στην περιοχή των Σκοπίων, η οποία είναι μια τορλακική διάλεκτος και δεν αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική. Κατασκευάστηκε για να υπηρετήσει μόνο πολιτικές σκοπιμότητες.
»Το 1908, ο μεγάλος σλαβιστής Vatroslav Jagić, μιλώντας για την προσπάθεια να καλλιεργηθεί ως γραπτή γλώσσα η διάλεκτος της περιοχής, χαρακτήρισε την όλη κινητικότητα ως “σπατάλη πνευματικών δυνάμεων”. Η επιλογή της συγκεκριμένης διαλέκτου έγινε τελικά από τον Τίτο, με τη συναίνεση και του Στάλιν, στις 2 Αυγούστου 1944, στη Συνέλευση για την “Εθνική Απελευθέρωση” της Μακεδονίας. Εδώ η προφορική διάλεκτος βαπτίστηκε και ονομάστηκε “σλαβομακεδονική” γλώσσα. Ακολούθησε “γλωσσικός καθαρισμός”. Εκσερβίστηκε με την εισαγωγή σερβικών στοιχείων, τον εξοβελισμό του χαρακτηριστικού βουλγαρικού φθόγγου b, την αντικατάσταση όσων λέξεων είχαν ελληνικές ρίζες, την αλλαγή του πρώιμου κυριλλικού αλφάβητου με νέο σκοπιανό, που βασιζόταν στο σερβικό του Στεπάνοβιτς, και την κωδικοποίησή της μετά τοn Β΄ Π.Π. στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας. Με το τέλος της επεξεργασίας της έγινε η 6η επίσημη γλώσσα της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Στο σλαβικό “διαλεκτικό συνεχές”, η σημερινή σκοπιανή διάλεκτος, όπως διαμορφώθηκε μετά τα “φτιασιδώματά” της, βρίσκεται ανάμεσα στη σερβική και τη βουλγαρική γλώσσα. Ουσιαστικά πρόκειται για μία τεχνητή γλώσσα, που στηρίχθηκε στο κατασκεύασμα των παλαιών ιδεολογημάτων των Βουλγάρων εθνικιστών (για “μακεδονική” εθνότητα και γλώσσα). Αυτά εκμεταλλεύτηκε άριστα ο τιτοϊκός μεγαλοεθνικισμός, προκειμένου να δημιουργήσει ένα κρατικό μόρφωμα (“Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας”) και μέσω αυτού να πλάσει νέες εθνικές συνειδήσεις, όπως “μακεδονικές”, να τις “κατακτήσει”, να “κρύψει” τις όποιες ομοιότητες του ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν με τη βουλγαρική γλώσσα, να τονίσει τον απογαλακτισμό της από βουλγαρικές γλωσσικές επιρροές, για να αποφύγει έτσι μελλοντικές εθνικές διεκδικήσεις από μέρος της Βουλγαρίας.
Όσον αφορά την πολιτική της Βουλγαρίας στο ζήτημα, ο Μακεδόνας συγγραφέας αναφέρει:
«Η σύγχρονη βουλγαρική ιστοριογραφία τους “Σλάβους Μακεδόνες” δεν τους αναγνωρίζει ως χωριστή “σλαβική μακεδονική” εθνότητα. Τους θεωρεί όργανα σερβικής εθνικής προπαγάνδας, που αναπτύχθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και καλλιεργούν το “μακεδονισμό” για να πετύχουν την απόσχιση των Βουλγάρων της περιοχής Vardarska banovina (σήμερα FYROM) από τοn βουλγαρικό εθνικό κορμό, να τους απομακρύνει από τη βουλγαρική γλώσσα, εκπαίδευση και Εκκλησία, για να μπορέσει η Σερβία πιο εύκολα να βγει στο Αιγαίο.
»Εδώ η Ιστορία εκδικείται περίτρανα τους σφετεριστές της και δημιουργούς του “μακεδονισμού”, που τον είχαν υιοθετήσει άκριτα και για μεγάλο διάστημα ως εθνική πολιτική. Τέλος, το “μακεδονισμό” υιοθέτησε και ο Κροάτης Τίτο, για να υπηρετήσει δικούς του σκοπούς και στόχους, που ήταν η ταυτόχρονη αποδυνάμωση Σέρβων και Βουλγάρων».
Αυτά και άλλα πολλά αναφέρει ο Χρήστος Μπίνος στο βιβλίο του, το οποίο εκδίδεται σε μια ιστορική καμπή, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - πολιτικών ρεταλιών κύρωσε την κατάπτυστη και εθνικά επιβλαβή Συμφωνία των Πρεσπών, που «ανοίγει την πόρτα» για νεκρανάσταση του Μακεδονικού Ζητήματος στο «βόρειο τμήμα του Πρώτου Μέρους», όπως αναφέρεται η μία και μοναδική Μακεδονία στην ως άνω συμφωνία.
Επειδή αρχίζει τώρα ένας νέος αγώνας για να αποτραπούν οι κίνδυνοι που θα προέλθουν από τις πρόνοιες της συμφωνίας, το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο και έχει να μας προσφέρει πολλά. ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ
Επειδή ο Γκότσε Ντέλτσεφ αναφέρεται στον εθνικό ύμνο των Σκοπίων ως εθνικός ήρωας «Μακεδόνας», παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:«“Πνευματικός πατέρας” της στρατηγικής ενσωμάτωσης από τη Βουλγαρία της Μακεδονίας μέσω της ανεξαρτητοποίησής της ήταν ο Κιλκισιώτης Βούλγαρος Γκότσε Ντέλτσεφ. Αν και “σεντραλιστής”, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής της ΕΜΕΟ, ποτέ δεν την πίστεψε και ποτέ δεν αισθάνθηκε Μακεδόνας. Την 1η Μαΐου 1899 ο εμπνευστής του “μακεδονισμού” Γκότσε Ντέλτσεφ έγραψε στον φίλο του Νikola Maleshevski: “Εγώ ποτέ δεν έπαψα να αισθάνομαι Βούλγαρος”. 25 χρόνια αργότερα, το 1924, ο εφευρέτης της “μακεδονικής” γλώσσας Κ. Misirkov έγραψε: “Εμείς οι σλαβόφωνοι γηγενείς της Μακεδονίας είμαστε πιο Βούλγαροι από εκείνους της Βουλγαρίας”».
Αναφερόμενος στη γλώσσα, που με τη συμφωνία των Πρεσπών η Ελλάδα αναγνωρίζει ως «μακεδονική», ο Μπίνος αναφέρει:
«…Κλείνοντας το κεφάλαιο αυτό για τα πολυποίκιλα ιδιώματα και τις διαλέκτους που συναντούμε στα βόρεια της ελληνικής Μακεδονίας, πρέπει να τονιστεί ότι αυτά απέχουν από την ομιλούμενη σήμερα διάλεκτο στην περιοχή των Σκοπίων, η οποία είναι μια τορλακική διάλεκτος και δεν αποτελεί ξεχωριστή γλώσσα από τη βουλγαρική. Κατασκευάστηκε για να υπηρετήσει μόνο πολιτικές σκοπιμότητες.
»Το 1908, ο μεγάλος σλαβιστής Vatroslav Jagić, μιλώντας για την προσπάθεια να καλλιεργηθεί ως γραπτή γλώσσα η διάλεκτος της περιοχής, χαρακτήρισε την όλη κινητικότητα ως “σπατάλη πνευματικών δυνάμεων”. Η επιλογή της συγκεκριμένης διαλέκτου έγινε τελικά από τον Τίτο, με τη συναίνεση και του Στάλιν, στις 2 Αυγούστου 1944, στη Συνέλευση για την “Εθνική Απελευθέρωση” της Μακεδονίας. Εδώ η προφορική διάλεκτος βαπτίστηκε και ονομάστηκε “σλαβομακεδονική” γλώσσα. Ακολούθησε “γλωσσικός καθαρισμός”. Εκσερβίστηκε με την εισαγωγή σερβικών στοιχείων, τον εξοβελισμό του χαρακτηριστικού βουλγαρικού φθόγγου b, την αντικατάσταση όσων λέξεων είχαν ελληνικές ρίζες, την αλλαγή του πρώιμου κυριλλικού αλφάβητου με νέο σκοπιανό, που βασιζόταν στο σερβικό του Στεπάνοβιτς, και την κωδικοποίησή της μετά τοn Β΄ Π.Π. στο πλαίσιο της Γιουγκοσλαβίας. Με το τέλος της επεξεργασίας της έγινε η 6η επίσημη γλώσσα της Ομοσπονδιακής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας. Στο σλαβικό “διαλεκτικό συνεχές”, η σημερινή σκοπιανή διάλεκτος, όπως διαμορφώθηκε μετά τα “φτιασιδώματά” της, βρίσκεται ανάμεσα στη σερβική και τη βουλγαρική γλώσσα. Ουσιαστικά πρόκειται για μία τεχνητή γλώσσα, που στηρίχθηκε στο κατασκεύασμα των παλαιών ιδεολογημάτων των Βουλγάρων εθνικιστών (για “μακεδονική” εθνότητα και γλώσσα). Αυτά εκμεταλλεύτηκε άριστα ο τιτοϊκός μεγαλοεθνικισμός, προκειμένου να δημιουργήσει ένα κρατικό μόρφωμα (“Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας”) και μέσω αυτού να πλάσει νέες εθνικές συνειδήσεις, όπως “μακεδονικές”, να τις “κατακτήσει”, να “κρύψει” τις όποιες ομοιότητες του ιδιώματος που χρησιμοποιούσαν με τη βουλγαρική γλώσσα, να τονίσει τον απογαλακτισμό της από βουλγαρικές γλωσσικές επιρροές, για να αποφύγει έτσι μελλοντικές εθνικές διεκδικήσεις από μέρος της Βουλγαρίας.
»Τα τελευταία χρόνια είναι αλήθεια πως τα μέλη της σλαβικής ομάδας της ΛΔΜ που αυτοαποκαλούνται “Μακεδόνες” προσπαθούν και θέλουν να ιδρύσουν δικό τους κράτος. Είναι δικαίωμά τους.»Όμως δεν είναι δικαίωμά τους να θέλουν να έχουν σε αποκλειστική χρήση κάτι που δεν τους ανήκει, κάτι που δεν είναι δικό τους. Δεν έχουν δικαίωμα χρήσης του ονόματος Μακεδονία και της ιστορίας της. Η ιστορική αντικειμενικότητα δεν το επιτρέπει. Απαγορεύει την κλοπή του ονόματος και της ιστορίας των Μακεδόνων. Η επιμονή τους στη χρήση και στην οικειοποίηση καθετί του μακεδονικού, εκφράζει μόνο έντονο αλυτρωτισμό και εθνικισμό, με απρόβλεπτες συνέπειες για όλους. Σήμερα, περίπου 43.000 κάτοικοι, 10 βουλευτές και 1 πρωθυπουργός (Λιούμπτσο Γεοργκιέφσκι) της Δημοκρατίας των Σκοπίων έφυγαν από τα Σκόπια, ζήτησαν και πήραν βουλγαρική υπηκοότητα και βουλγαρικό διαβατήριο. Η τάση αυτή είναι έντονα αυξητική».
Όσον αφορά την πολιτική της Βουλγαρίας στο ζήτημα, ο Μακεδόνας συγγραφέας αναφέρει:
«Η σύγχρονη βουλγαρική ιστοριογραφία τους “Σλάβους Μακεδόνες” δεν τους αναγνωρίζει ως χωριστή “σλαβική μακεδονική” εθνότητα. Τους θεωρεί όργανα σερβικής εθνικής προπαγάνδας, που αναπτύχθηκαν στις αρχές του προηγούμενου αιώνα και καλλιεργούν το “μακεδονισμό” για να πετύχουν την απόσχιση των Βουλγάρων της περιοχής Vardarska banovina (σήμερα FYROM) από τοn βουλγαρικό εθνικό κορμό, να τους απομακρύνει από τη βουλγαρική γλώσσα, εκπαίδευση και Εκκλησία, για να μπορέσει η Σερβία πιο εύκολα να βγει στο Αιγαίο.
»Εδώ η Ιστορία εκδικείται περίτρανα τους σφετεριστές της και δημιουργούς του “μακεδονισμού”, που τον είχαν υιοθετήσει άκριτα και για μεγάλο διάστημα ως εθνική πολιτική. Τέλος, το “μακεδονισμό” υιοθέτησε και ο Κροάτης Τίτο, για να υπηρετήσει δικούς του σκοπούς και στόχους, που ήταν η ταυτόχρονη αποδυνάμωση Σέρβων και Βουλγάρων».
Αυτά και άλλα πολλά αναφέρει ο Χρήστος Μπίνος στο βιβλίο του, το οποίο εκδίδεται σε μια ιστορική καμπή, που η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - πολιτικών ρεταλιών κύρωσε την κατάπτυστη και εθνικά επιβλαβή Συμφωνία των Πρεσπών, που «ανοίγει την πόρτα» για νεκρανάσταση του Μακεδονικού Ζητήματος στο «βόρειο τμήμα του Πρώτου Μέρους», όπως αναφέρεται η μία και μοναδική Μακεδονία στην ως άνω συμφωνία.
Επειδή αρχίζει τώρα ένας νέος αγώνας για να αποτραπούν οι κίνδυνοι που θα προέλθουν από τις πρόνοιες της συμφωνίας, το βιβλίο είναι εξαιρετικά χρήσιμο και έχει να μας προσφέρει πολλά. ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ ΕΔΩ