Η Λέσβος, ένα από τα πιο όμορφα και πλούσια αιγαιοπελαγίτικα νησιά μας, κατά τον Γ' μ.Χ. αιώνα υπήρξε στόχος των Σαρακηνών πειρατών, οι οποίοι, απ’ όπου κι αν περνούσαν, σκόρπιζαν τον όλεθρο και την καταστροφή.
Στη τοποθεσία Λεσβάδος του νησιού, υπήρχε ένα μοναστήρι προς τιμήν των Ταξιαρχών. Οι δεκαοκτώ μοναχοί του είχαν καταφέρει πολλές φορές ν' αποκρούσουν μ' επιτυχία τις επιδρομές των Σαρακηνών, αλλ' αυτό έκανε τον αρχιπειρατή Σιρχάν να πεισμώση και να θέλη να το κάψη.
Η κατάλληλη γι' αυτό ευκαιρία δόθηκε στους Σαρακηνούς μιαν ανοιξιάτικη νύχτα, όταν οι μοναχοί βρίσκονταν όλοι στον ναό για την καθημερινή Θεία Λειτουργία. Το πρωτοπαλλήκαρό τους αναριχήθηκε στο ψηλό τείχος του μοναστηρίου και κατάφερε ν' ανοίξη την πόρτα. Οι σύντροφοί του ώρμησαν μέσα στον ναό αλαλάζοντας. Μέσα σε λίγα λεπτά ο ναός πλημμύρισε από το μαρτυρικό αίμα των μοναχών που σφάχτηκαν από τους μπαλτάδες των αιμοχαρών πειρατών.
Μόνο ο δόκιμος Γαβριήλ κατάφερε να ανεβή στη σκεπή του ναού, όπου και έχασε τις αισθήσεις του. Τότε είδε έναν πελώριο στρατιώτη —τον Ταξιάρχη— με αγριωπή όψι κι ένα σπαθί που έβγαζε φωτιές να προχωρή εναντίον των πειρατών. Εκείνοι με άναρθρες κραυγές και μεγάλο τρόμο υποχώρησαν αμέσως και έφυγαν.
Όταν συνήλθε ο δόκιμος, συνειδητοποίησε το μεγάλο θαύμα που είχε συμβή, αλλά βρήκε και τους δεκαοκτώ μοναχούς σκοτωμένους. Καθώς προσευχόταν με δάκρυα για τις ψυχές τους προς τον Αρχάγγελο Μιχαήλ, του δόθηκε άνωθεν η έμπνευσις να φτιάξη μια ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου από ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα ζυμωμένο με το αίμα των μοναχών. Έτσι θα ευχαριστούσε τον Ταξιάρχη, που διάλεξε αυτόν τον τρόπο να μεταθέση τις ψυχές των μοναχών μέσα από την επίγεια Θεία Λειτουργία στην επουράνια. Σαν κάποια αόρατη δύναμις να ωδηγούσε τα χέρια του, στον αιματοπότιστο πηλό αποτυπώθηκαν με επιτυχία τα χαρακτηριστικά του αγριωπού, μα και θεϊκού προσώπου που είχε αντικρύσει ο δόκιμος Γαβριήλ στην οπτασία του πάνω στην σκεπή του ναού. Είχε ήδη σχηματίσει το πρόσωπο του Αρχαγγέλου, τις φτερούγες του και την πύρινη ρομφαία του, ενώ με το λιγοστό πηλό που του απέμεινε σχεδίασε άτεχνα το υπόλοιπο σώμα.
Αν και πέρασαν από τότε εκατοντάδες χρόνια, η ανάγλυφη εικόνα του Αρχαγγέλου με το σκούρο αιμάτινο χρώμα της παραμένει αναλλοίωτη, ζωντανή, απείρακτη από τον νόμο της φθοράς και του χρόνου, μνημείο αιώνιο του θαύματος του Ταξιάρχη και του μαρτυρικού θανάτου των μοναχών. Δέχεται δε καθημερινά τα δώρα χιλιάδων ευλαβικών ψυχών, που αφήνουν εκεί την θερμή ευχαριστία τους για το θαύμα που τους έκανε ο Ταξιάρχης ή την ελπίδα τους για εκείνο που προσμένουν.
ΕΠΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΗ *
Ο καιρός «σκεπτικός», μελαγχολικός, συννεφιασμένος. Πότε-πότε στάλες ψιλής βροχής συνεπλήρωναν το όλο σκηνικό της ακατάστατης αυτής ημέρας της 2ας Μαΐου 1987 και παραμονής της παλλεσβιακής πανήγυρης του Αρχαγγέλου Μιχαήλ Μανταμάδου.Οι χριστιανοί απ’ όλο το νησί, αψηφώντας τις κακές καιρικές συνθήκες, με τα πόδια, μικρά μικρά πολύχρωμα ανθρώπινα ρυάκια, έτρεχαν προς την «θάλασσα» αυτή της ελπίδας, στον Ταξιάρχη Μανταμάδου, οδηγούμενοι, θαρρείς, κάθε χρόνο τις ημέρες αυτές από κάποιο αστέρι μαγικό, όμοιο μ' αυτό που οδήγησε τους Μάγους προς την Φάτνη.
Απ' όλο το βορειοδυτικό μέρος του Νησιού μας, για να έλθουν οι προσκυνητές με τα πόδια στον Ταξιάρχη Μανταμάδου, θα πρέπη να περάσουν απαραιτήτως μέσα από την κωμόπολη της Αγίας Παρασκευής, δώδεκα χιλιόμετρα απόσταση από τον Μανταμάδο. Εκεί ξεκουράζονται για λίγο και με νέες δυνάμεις συνεχίζουν την οδοιπορία τους προς τον Ταξιάρχη. Στο κέντρο του χωρίου αυτού έχει το καφενείο του ο Πλάτων Κούτρος. Από την Παρασκευή μέχρι τα ξημερώματα της Κυριακής, ημέρα της πανήγυρης του Προσκυνήματος, το καφενείο του κ. Κούτρου ήταν γεμάτο από τους οδοιπόρους προσκυνητές. Τους έβλεπε αυτός και προβληματιζόταν «Είναι δυνατόν να υπάρχουν τόσοι άνθρωποι ακόμα που να πιστεύουν τόσο δυνατά, ώστε να διανύουν τέτοιες αποστάσεις με τα πόδια, για να πάνε να προσκυνήσουν τον Ταξιάρχη;» έλεγε. Όταν δε είδε δύο άνδρες να έχουν στην πλάτη τους από ένα αρνί, τάμα προς τον Ταξιάρχη, δεν άντεξε και τους πείραξε: «Για δες, μωρέ, μυαλό που έχουν μερικοί άνθρωποι· να σηκώνουν με την πλάτη αρνιά και να τα πάνε τόσο δρόμο στον Ταξιάρχη! Τρώει ο Ταξιάρχης αρνιά;» και γέλασε. Οι ώρες κυλούσαν και όσο πλησίαζε το σούρουπο της παραμονής της πανήγυρης, τόσο οι προσκυνητές επλήθαιναν και ο κεντρικός δρόμος της κωμόπολης της Αγίας Παρασκευής γέμιζε απ' αυτούς, που άλλοι σταματούσαν να ξεκουραστούν και άλλοι πάλι συνέχιζαν την οδοιπορία τους χωρίς ανάπαυλα.
Η σύζυγος του κ. Κούτρου, που και αυτή βρισκόταν στο καφεvεio και βοηθούσε τον σύζυγό της στην πολλή δουλειά που είχε αυτές τις ώρες, του είπε: «Μου είχες υποσχεθή, Πλάτων, ότι θα με πήγαινες την παραμονή το βράδυ στον Ταξιάρχη με το αυτοκίνητο να ανάψουμε ένα κερί. Τι λες, θα πάμε;» Εκείνος της απάντησε: «Δεν βλέπεις, βρε γυναίκα, τι δουλειά έχει το μαγαζί; Θα αφήσουμε τώρα τη δουλειά και θα τρέχουμε στον Ταξιάρχη;» Και λέγοντας αυτά βγήκε έξω από το καφενείο, για να πάρη παραγγελίες των πελατών προσκυνητών. Η σύζυγος του στενοχωρέθηκε με το φέρσιμο του αυτό και μετά από λίγο τον άφησε μόνο του στη δουλειά και πήγε στο σπίτι της. Ήταν πια περασμένα μεσάνυκτα και η κίνηση των προσκυνητών δεν έλεγε να σταματήση. Κατά τις μιάμιση μετά τα μεσάνυκτα έφτασε η τελευταία παρέα προσκυνητών και κάθησε στα καθίσματα έξω από το καφενείο του κ. Κούτρου. Στην παρέα αυτή υπήρχαν και γνωστοί του, που προθυμοποιήθηκε να τους κεράση. Τότε του ήλθε η σκέψη να δώση χρήματα σ' έναν απ’ αυτούς να του ανάψουν ένα κερί στον Ταξιάρχη. Με τον τρόπο αυτόν, σκέφτηκε, θα δικαιολογιόταν στην γυναίκα του λέγοντας της αργότερα στο σπίτι: «Γυναίκα, δεν σε πήγα στον Ταξιάρχη, αλλά εγώ έδωσα να μας ανάψουν το κερί μας».
Βγήκε από το καφενείο και την προσοχή του την τράβηξε κάποιος άνδρας που καθόταν κοντά σε μια γνωστή του κοπέλλα από την Καλλονή. Σκέφθηκε ότι θα την συνώδευε στον Μανταμάδο και χωρίς καθυστέρηση απευθύνθηκε προς αυτόν και τον ρώτησε:— Πάτε και σεις στον Μανταμάδο;— Ναι, του απάντησε αυτός.— Πάρτε τα χρήματα αυτά και ανάψτε ένα κερί και για μας. Ο άγνωστος άνδρας του πέταξε τα χρήματα πίσω και του λέγει:— Εσύ θα το ανάψης. Ο κ. Κούτρος χαμογέλασε και αφού μάζεψε τα χρήματα από κάτω του τα ξαναέδιδε πίσω λέγοντας του:— Εγώ δεν πρόκειται να πάω· είμαι πολύ κουρασμένος· είμαι εγώ για τέτοια; Ο άγνωστος άνδρας απώθησε το χέρι του κ. Κούτρου που κρατούσε τα χρήματα και του επανέλαβε την ίδια φράση:— Εσύ θα το ανάψης. Αυτός βλέποντας την επίμονη άρνηση του άγνωστου έβαλε τα χρήματα στην τσέπη του και είπε γελώντας:— Ε, καλά, κέρδος έχουμε, και μπήκε πάλι στο καφενείο. Όμως το όλο παρουσιαστικό και η συμπεριφορά του άγνωστου άνδρα του έκανε μεγάλη εντύπωση. «Ποιος νάναι αυτός, που μου συμπεριφέρθηκε έτσι σαν να με διάταζε;» διερωτώνταν. Δεν άντεξε για πολύ και βγήκε πάλι έξω να μάθη, να ικανοποίηση την περιέργεια του. Ο άγνωστος δεν ήταν εκεί. Το κάθισμα του άδειο. Τον αναζήτησε με την ματιά του σ' όλη την παρέα· πουθενά. Πλησίασε την γνωστή του κοπέλλα και την ρώτησε:— Πού είναι αυτός που σε συνοδεύει; Δεν με συνοδεύει κανείς, απάντησε η κοπέλλα. Μα αυτός που καθόταν δίπλα σου, που του έδωσα τα χρήματα να μου ανάψη ένα κερί στον Ταξιάρχη και δεν δέχθηκε...; της εξήγησε ο κ. Κούτρος. Μα πότε; του απάντησε η γνωστή του. Δεν πήρα είδηση· πότε έγινε αυτό, πού καθόταν, πώς ήταν; Ο κ. Κούτρος την κοίταξε στα μάτια και διέκρινε την έκπληξη και απορία της. Κοίταξε πάλι το άδειο κάθισμα που πριν από λίγο καθόταν ο άγνωστος και στρεφόμενος πάλι προς την κοπέλλα της είπε:— Ασ' το, ξέχασε το! Και προχώρησε προς το καφενείο.
Σε λίγο και ο τελευταίος προσκυνητής έφευγε. Ο κ. Κούτρος τους έβλεπε να χάνωνται στην στροφή. Έμεινε μόνος, εντελώς μόνος. Η εικόνα του άγνωστου του ήλθε ολοζώντανη στην μνήμη του. «Λες να ήταν σημάδι του Ταξιάρχη αυτό και να θέλη να πάω ο ίδιος να του ανάψω το κερί;» σκέφθηκε. Αλλά αμέσως γέλασε: «Για δες που αρχίζω να σκέπτομαι και 'γω σαν αυτούς», μονολόγησε δυνατά και εννοούσε τους προσκυνητές. Κοίταξε το ρολόι του: περασμένες δύο το πρωί. Άφησε τις σκέψεις και βάλθηκε να τακτοποιήση το καφενείο, για να είναι το πρωί έτοιμο. Μάζεψε τα ποτήρια από τα τραπέζια και πήρε την σκούπα να σκουπίση. Και τότε... ένας φοβερός αέρας, ένα βοητό πέταξε μακρυά την σκούπα από τα χέρια του και όλα τα καθίσματα μαζεύτηκαν σε ένα σωρό με πάταγο! Έπεσε ο ίδιος κάτω. Ένοιωθε το σώμα του να πονή.
Οι αφόρητοι πόνοι παρέλυαν όλα του τα μέλη. Φώναξε δυνατά και έχασε τον έλεγχο των αισθήσεων του. Από την στιγμή αυτή και έπειτα δεν θυμάται τίποτα, μόνο έντονο το αίσθημα του πόνου σ' όλο του το σώμα. Την συνέχεια μας την αφηγείται η γυναίκα του: «Ήταν πολύ αργά, μας λέει, και χτύπησε η πόρτα του σπιτιού μας. Ποιος νάναι; σκέφτηκα. Ο άνδρας μου έχει κλειδί.— Ποιος είναι; ρώτησα.Εγώ, απάντησε μια φωνή που έμοιαζε του ανδρός μου. Εσύ είσαι, Πλάτων; ξαναρώτησα να βεβαιωθώ. Ναι, άνοιξε μου, ακούστηκε σβησμένη η φωνή του. Έτρεξα γρήγορα και του άνοιξα. Μόλις μπήκε στην αυλή μού είπε:— Πήγαινε κλείσε το μαγαζί, γιατί εγώ σήμερα υπέφερα πολλά δεινά. Από ποιόν; ρώτησα.Από τον Ταξιάρχη! Και λέγοντας αυτά σωριάστηκε στην αυλή παράλυτος και άφωνος. Έχασε τη φωνή του. Έτρεξα γρήγορα στους δικούς μου και φέραμε γιατρό. Ο γιατρός του έκαμε δύο ενέσεις και μας είπε να τον πάμε αμέσως στο νοσοκομείο στη Μυτιλήνη, γιατί υποπτευόταν εγκεφαλικό. Αμέσως πήραμε το ταξί και ξεκινήσαμε. Σ' όλον το δρόμο ο Πλάτων βογκούσε από τους πόνους, αλλά δεν επικοινωνούσε με το περιβάλλον του και δεν μπορούσε να άρθρωση λέξη. Στα μισά του δρόμου του ήλθε η φωνή και με ρώτησε: Πού πάμε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα.— Στρίψτε. Πηγαίντε με στον Ταξιάρχη. Στον Μανταμάδο... Και αμέσως πάλι περιήλθε στην πρότερα κατάσταση.
Φτάσαμε στο νοσοκομείο και οι γιατροί, αφού τον εξέτασαν, μάς είπαν:— Δεν μάς φαίνεται για εγκεφαλικό. Κάποια άλλη αιτία είναι. Θα τον βάλουμε τώρα σε κρεβάτι και σε ορούς, αλλά θα πρέπη να τον πάτε αύριο στην Αθήνα. Θα τον δουν αύριο το πρωί και οι άλλοι γιατροί, αλλά η περίπτωσή του φαίνεται τέτοια που δεν έχουμε τα ειδικά μέσα να την ελέγξουμε.Τον βάλανε ορούς. Ο Πλάτων συνεχώς βογκούσε. Τα μέλη του ήταν παράλυτα. Τα μάτια του ανοιχτά, αλλά δεν μπορούσε να μας μιλήση. Η ημέρα άρχισε να ροδίζη. Όλοι μας είμασταν γύρω από το κρεβάτι του και προσπαθούσαμε να δούμε κάτι που θα μας αναπτέρωνε τις ελπίδες μας προς το καλύτερο, όταν ο Πλάτων άνοιξε διάπλατα τα μάτια του, με κοίταξε με απορία μαζί με αγωνία και με ρώτησε:— Πού είμαστε; Στο νοσοκομείο, του απάντησα. Δεν σου είπα να με πάτε στον Ταξιάρχη; Θα σε πάμε. Κάτσε να γίνης λίγο καλά και θα σε πάμε. Αν δεν με πάτε στον Ταξιάρχη θα πεθάνω.
Και λέγοντας αυτά μαζί με την φωνή του χάνει και το φως του! Βλέποντας αυτό όλα, δεν χάνω καιρό. Βγάζω γρήγορα τους ορούς και με την βοήθεια των δικών μου τον μεταφέρουμε σε ταξί και κατ' ευθείαν στον Ταξιάρχη, στον Μανταμάδο. Φτάσαμε στον Ταξιάρχη, αλλά μας ήταν αδύνατον να μπούμε στην εκκλησία από τις χιλιάδες των προσκυνητών που καθόταν υπομονετικά στην πελώρια σειρά αναμονής. Μιλήσαμε στα όργανα της τάξεως και εκείνα, βλέποντας να κρατάμε σηκωτό τον Πλάτωνα και παράλυτο, αυτόν δε να μουγκρίζη από τους πόνους, μάς έκαμαν χώρο, και από το μέσον του ναού, που βρισκόταν οι επίσημοι, με κόπο, έπειτα από πολύ ώρα φτάσαμε εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου.
Αφήσαμε κάτω τον Πλάτωνα τυφλό, βουβό και παράλυτο. Σε λίγο άρχισε η Μεγάλη Είσοδος. Την στιγμή ακριβώς που ο αρχιερεύς έπαιρνε το άγιο δισκάριο από τον διάκονο και άρχισε να δέεται υπέρ των προσκυνητών, βλέπουμε τον Πλάτωνα να κάνη μια προσπάθεια. Σηκώνεται επάνω, ορμά στην εικόνα του Αρχαγγέλου και κάνοντας τον σταυρό του, φωνάζει:— Βλέπω, βλέπω, Ταξιάρχη μου!! Έτρεξα κοντά του. Με αγκάλιασε. Έκλαιγε· κλαίγαμε όλοι μας από χαρά. Μείναμε κοντά στην εικόνα έως το τέλος ευχαριστώντας τον Ταξιάρχη ευτυχισμένοι».Στο σημείο αυτό ο κ. Κούτρος μάς λέγει: «Μέχρι τη στιγμή που σηκώθηκα και ξαναβρήκα το φως και τη φωνή μου, δεν αισθανόμουν χρόνο, χώρο, παραστάσεις και πρόσωπα· όταν ξαφνικά, ένας αέρας δυνατός με σήκωσε στα πόδια μου και αμέσως όλες οι αισθήσεις μου λειτούργησαν φυσιολογικά».Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας ο κ. Κούτρος ακολούθησε την λιτάνευση της εικόνας με τη σύζυγό του και τους συγγενείς του.
Οι επίσημοι προσκυνηταί, ο στρατηγός, ο διοικητής του ναυτικού κλιμακίου, ο διοικητής της Πυροσβεστικής, οι εκπρόσωποι του ημερησίου τύπου κ.ά. έλεγαν αργότερα με θαυμασμό στον Μητροπολίτη μας: «Τον βλέπαμε με δέος να ακολουθή την λιτανεία, γιατί ζήσαμε όλες τις εκφάνσεις του θαυμαστού γεγονότος μέσα στον ναό, ως αυτόπται και αυτήκοοι μάρτυρες. Τον είδαμε να τον μεταφέρουν από εμπρός μας βογγώντας και να τον αφήνουν εμπρός στην εικόνα του Αρχαγγέλου. Τον είδαμε να σηκώνεται, να κάμη τον σταυρό του, να αγκαλιάζη την γυναίκα του και να κλαίνε από χαρά. Τα είδαμε όλα αυτά και συγκλονιστήκαμε- αλλά περισσότερο, όταν τον είδαμε να ακολουθή την λιτάνευση υγιέστατος!»
Ο Σεβασμιώτατος ζήτησε να δη τον άνθρωπο αυτόν, που μέχρι τότε μάς ήταν εντελώς άγνωστος. Ψάξαμε παντού, ρωτήσαμε, μα δεν τον βρήκαμε. Αργότερα, μάθαμε γιατί. Μετά την λιτάνευση της εικόνας οι συγγενείς του κ. Κούτρου τον έπεισαν ότι θα έπρεπε να πήγαιναν και στο Νοσοκομείο να τον εξετάσουν οι γιατροί και εν ανάγκη ακόμη και στην Αθήνα, για να δουν τι θα έλεγε και η επιστήμη, ώστε να είναι πια σίγουροι ότι πράγματι είναι καλά!!! Εκείνος, ζαλισμένος ακόμα από την περιπέτεια του, πείστηκε και ξεκίνησαν για το νοσοκομείο. Όταν έφτασαν εκεί, ο κ. Κούτρος άρχισε να μη νοιώθη τόσο καλά, όπως πρώτα. Το κεφάλι του θόλωνε. Τα μέλη του και ιδιαίτερα το δεξί του χέρι και πόδι τα ένοιωθε κάπως μουδιασμένα. Οι γιατροί απεφάνθησαν ότι έπρεπε να πάνε το συντομώτερο στην Αθήνα. Έφυγαν αμέσως. Πήγαν σε πολλούς και καλούς γιατρούς. Όλοι ζητούσαν το ιστορικό, και εκείνος τους έλεγε ακριβώς τι συνέβη. Εκείνοι τον κορόιδευαν και του έλεγαν ότι δεν γίνονται τέτοια πράγματα. «Γίνονται θαύματα, καϋμένε;». Και συνιστούσαν στην γυναίκα του να τον πάη σε νευρολόγο ή νευρολογική κλινική!!!
Η σύζυγος του έκλεισε ραντεβού με ένα φημισμένο καθηγητή γιατρό νευρολόγο. Την νύχτα, παραμονή της ημέρας του ραντεβού με τον καθηγητή, ο κ. Κούτρος ήταν σε αθλία κατάσταση· σωματική και ψυχολογική. Το δεξί του χέρι παράλυτο, το πόδι του μόλις που το πατούσε. Το μυαλό του θολό με διαλείψεις. Έκλαιγε συνεχώς και αναρωτιώνταν τι θα γίνη η κατάσταση του. Η γυναίκα του τον παρηγορούσε και εκείνος ανυπομονούσε να ξημερώση να πάνε στον γιατρό. Όλη την νύκτα σ' αυτή την κατάσταση δεν έκλεισε μάτι. Τα ξημερώματα τον πήρε για πολύ λίγο ο ύπνος. Η γυναίκα του βλέποντας ότι τον πήρε ο ύπνος δεν ήθελε να τον ξυπνήση. Όμως δεν μπορούσε να κάνη διαφορετικά, τους περίμενε ο γιατρός.— Σήκω Πλάτων! Πέρασε η ώρα, αργήσαμε, μας περιμένει ο γιατρός. Ο Πλάτων άνοιξε τα μάτια του. Είδε την γυναίκα του με κάποια έκπληξη. Σιγά-σιγά η ματιά του γαλήνεψε, της χαμογέλασε και είπε. Δεν χρειάζεται, δεν θα πάμε στον γιατρό. Μα τι λες; του απαντά εκείνη. Εσύ μέχρι προ ολίγου ανυπομονούσες πότε θα πάμε και τώρα λες τέτοια λόγια; Εκείνος πλάτυνε περισσότερο το χαμόγελο του και της λέει:— Δεν την ξαναπαθαίνω, γυναίκα-φέρθηκα ανόητα, παρασύρθηκα. Τώρα έχω ακλόνητη την πίστη μου. Και συνέχισε:— Πριν λίγο, που με θόλωσε ο ύπνος, ήλθε ο Ταξιάρχης και μου είπε: «Ακόμη δεν έβαλες μυαλό; Συνεχίζεις τις αμφιβολίες σου; Δεν σου έγινε μάθημα το ό,τι έπαθες; Ακόμη αμφιβάλεις; Δεν πρόκειται εδώ να γίνης καλά. Αυτό θα γίνη, όταν με πίστη έλθης στον ναό μου». Κατάλαβες γυναίκα; Ο Ταξιάρχης, ο Ταξιάρχης με συγχώρεσε και με καλεί κοντά του. θα γίνω καλά!
Πήγαινε βγάλε εισιτήρια και φεύγουμε- φεύγουμε γρήγορα στον Μανταμάδο! Πράγματι την Τετάρτη 6 Μαΐου, τρεις ημέρες μετά την πανήγυρη, κατά τις δέκα το πρωί έφταναν στον Ταξιάρχη ο Πλάτων, η σύζυγός του και αρκετοί συγγενείς του. Τότε μας συστήθηκε και μας εξιστόρησε στο γραφείο του ναού όλη την περιπέτεια του. Όταν τέλειωσε, τον πήραμε οι ιερείς και τον πήγαμε μπροστά στην ανάγλυφο θαυματουργό εικόνα του Αρχαγγέλου. Στον δρόμο μας έδειχνε το παράλυτο δεξιό του χέρι και το πόδι του, που το έσερνε με δυσκολία. Μας ακολούθησαν όλοι οι συγγενείς του. Του βάλαμε ένα κάθισμα να καθίση και στο δεξί του χέρι του στερεώσαμε μία λαμπάδα. Ακριβώς την στιγμή αυτή μπήκαν στον ναό μία μεγάλη ομάδα προσκυνητών από την Νάουσα, που μόλις είχαν φτάσει με πούλμαν. Περιμέναμε για λίγο να ανάψουν το κερί τους και έπειτα τους είπαμε, με λίγα λόγια, την θαυμαστή ενέργεια του Αρχαγγέλου που έγινε την ημέρα της πανήγυρης επί του κ. Κούτρου και τους ζητήσαμε να συμμετάσχουν στην παράκληση που ετοιμαζόμασταν να ψάλουμε υπέρ του κ. Κούτρου και να συμπροσευχηθούν μαζί μας. Γονατίσαμε όλοι και αρχίσαμε να ψάλλουμε την παράκληση των Αρχαγγέλων.
Ο κ. Κούτρος έκανε τον σταυρό του με το αριστερό του χέρι· δεν μπορούσε να κινήση το δεξί. Με μεγάλη κατάνυξη εψάλετο η παράκληση, όταν — ω Θεέ μου!!!— μόλις φτάσαμε και ψάλαμε τον ειρμό: Εισάκουσον, Μιχαήλ Αρχάγγελε, της φωνής των εν τω θείω ναώ σου, και προ της σης θειοτάτης εικόνος, γονυπετούντων θερμαίς παρακλήσεσι, και δος των ευχών επιτυχείν, και χαρά απελθείν εις τα ίδια, ο Πλάτων, που καθόταν στο κάθισμα, πετάχτηκε σαν ελατήριο ψηλά βγάζοντας συγχρόνως μια δυνατή κραυγή και έπεσε πάνω στην εικόνα. Με το δεξί του χέρι τώρα έκανε τον σταυρό του και λόγια ευχαριστίας έβγαιναν σαν χείμαρρος από το στόμα του. Όλοι τώρα είχαν σηκωθή όρθιοι και προσπαθούσαν με κάθε κύτταρο του σώματος τους, με όλο τους το είναι, να εκδηλώσουν τον θαυμασμό γι' αυτά που ξετυλίγονταν μπροστά τους, να εκδηλώσουν την χαρά για την σωτηρία του άγνωστου «αδελφού» τους. Άλλοι συνέχιζαν να ψάλλουν μαζί μας την παράκληση κάνοντας συνεχώς μαζί με τον σταυρό τους και μεγάλες μετάνοιες. Άλλοι δοξολογούσαν τον Θεό και τον Αρχάγγελό Του Μιχαήλ με αυτοσχέδιες δοξολογίες, που η γεμάτη πίστη καρδιά τους υπαγόρευε.
Μερικοί έτρεξαν, πήραν λαμπάδες και τις μοίρασαν σε όλους. Ήταν μια ανάσταση, μια ψυχική ανάταση, μια ανεπανάληπτη εμπειρία. Ήταν μια δυνατή στιγμή που η πίστη αβίαστα άνθιζε και σκορπούσε ένα χρώμα, ένα άρωμα, μια ομορφιά μέσα απ’ τις καρδιές. Ω Θεέ μου, πόσο δυνατή η πίστη! Αλλά και πόσο όμορφη η άδολη αγάπη!!!
Η παράκληση τελείωσε. Ο μέχρι τότε γονατιστός μπροστά στην εικόνα Πλάτων, απ’ τη στιγμή της θεραπείας του, σηκώθηκε. Έκαμε πολλές φορές τον σταυρό του, ασπάσθηκε την εικόνα του Αρχαγγέλου κλαίγοντας από χαρά και συγκίνηση και στρεφόμενος προς όλους έλεγε: «Είμαι καλά, είμαι πάλι γερός, νοιώθω καλύτερα από πρώτα». Όλοι με δάκρυα στα μάτια έτρεξαν να τον ακουμπήσουν, να τον συγχαρούν. Εκείνος τους έσφιγγε το χέρι λέγοντας: «Δέστε, το χέρι μου είναι γερό, γερό σαν πρώτα».Τώρα ο κ. Κούτρος βρίσκεται πάλι στο χωριό του, στην Αγία Παρασκευή, υγιέστατος και εξυπηρετεί μόνος του την πελατεία του καφενείου του. Με μια διαφορά: Τώρα πια δεν έχει αμφιβολίες, τώρα είναι ο πιο θερμός κήρυκας της Εκκλησίας του Χρίστου. Πολλαίς περιπέπτωκα συμφοραίς,και νόσοις ποικίλαιςεκ πολλών μου αμαρτιών,διό Μιχαήλ ο Ταξιάρχηςκαι Γαβριήλ με πασών τούτων ρύσασθε.
* Πρωτοπρεσβυτέρου Ευστρατίου Δήσσου, Το Ιστορικό και τα θαύματα του Ταξιάρχη Μανταμάδου, Τόμος Α', Μυτιλήνη 1988, σ. 109-117.
ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑΤΕΥΧΟΣ 8-9
ΙΟΥΝΙΟΣ - ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1990
ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου