Αρχιεπισκόπου Μύρων Ιωάννου του Λινδίου
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΟΠΑΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ [*]
ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΡΟΠΑΡΙΩΝ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΑΝΟΝΟΣ [*]
ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΙΒ'
Ει και ήμαρτον, Σωτήρ,
αλλ' οίδα, ότι φιλάνθρωπος ει·
πλήττεις συμπαθώς
και σπλαγχνίζη θερμώς,
δακρύοντα βλέπεις,
και προστρέχεις ως πατήρ,
ανακαλών τον άσωτον.
αλλ' οίδα, ότι φιλάνθρωπος ει·
πλήττεις συμπαθώς
και σπλαγχνίζη θερμώς,
δακρύοντα βλέπεις,
και προστρέχεις ως πατήρ,
ανακαλών τον άσωτον.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Η αγάπη του Θεού, οπού έχει προς τον άνθρωπον, είναι τοσούτον πολλή και μεγάλη. ώστε οπού κάμνει και αυτούς τους αγίους Αγγέλους να εκπλήττωνται και να υπερθαυμάζωσι. Ταύτην δε την υπερβάλλουσαν θείαν αγάπην εννοώντας και ο προφητάναξ, θαυμαστικώς ανεβόησε πρός τον Θεόν λέγωντας· «Τι έστιν άνθρωπος, ότι μιμνήσκη αυτού; Ή υιός ανθρώπου, ότι επισκέπτη αυτόν;» (Ψαλμ. η' 8). Όθεν αν είχε χώραν το πάθος του φθόνου αναμεταξύ εις την άυλον εκείνην και απαθή φύσιν των υπερκοσμίων και ουρανίων Δυνάμεων, δεν ήθελαν φθονήση βέβαια οι άγιοι Άγγελοι κανένα άλλο πράγμα περισσότερον, παρά μόνον τον αμαρτωλόν εκείνον, οπού μετανοεί με όλην του την ψυχήν και καρδίαν, και προστρέχει εις τον φιλάνθρωπον και φιλόστοργον πατέρα Θεόν με θερμά και κατανυκτικά δάκρυα. Διά τούτο και γίνεται εις τους ουρανούς διά την επιστροφήν ενός αμαρτωλού μεγάλη χαρά και πανήγυρις, καθώς μας βεβαιώνει το θείον και ιερόν Εύαγγέλιον, και μάλιστα η παραβολή του ασώτου, τον οποίον μόνον οπού είδεν ο ουράνιος πατήρ, ότι διελογίζετο καθ' εαυτόν λέγωντας· «Ας απέλθω προς τον πατέρα μου», δεν ανέμεινεν ο φιλόστοργος εκείνος πατήρ του ιδίου υιού την προς αυτόν επιστροφήν και επάνοδον, αλλ' ευθέως προλαβών έδραμε με ανοικτάς αγκάλας εις την τούτου θερμήν προϋπάντησιν. Και αφού γλυκέως τον κατεφίλησε και με ενδύματα φωτεινά τον εστόλισε, τότε παρευθύς σφάξας και τον σιτευτόν μόσχον, εποίησεν εκείνην την ημέραν δι' αυτόν μεγάλην εορτήν και πανήγυριν. Ω φιλανθρωπίας μέγεθος, ω υπερβολή αγαθότητος!
Έχωντας λοιπόν, αμαρτωλέ άνθρωπε, τοιούτον πατέρα φιλεύσπλαγχνον και πανάγαθον, διά τι δεν μετανοείς από τας αμαρτίας σου; Διά τι δεν επιστρέφεις προς το πλούσιον αυτού έλεος; Διά τι αναβάλλης τον καιρόν με το αύριον και μεθαύριον; Μήπως και ηξεύρεις τι θέλει γένει έως την αύριον; Αν σε αρπάση ως κλέπτης ο θάνατος αύριον, τι θέλεις κάμει τότε, ταλαίπωρε; Εδώ μεν εις την παρούσαν ζωήν ο Θεός ως πανάγαθος πλήττει και μαστίζει τους αμαρτάνοντας με άκραν του ελεημοσύνην και με πατρικήν του συμπάθειαν εκεί δε εις τον μέλλοντα αιώνα δεν πλήττει πλέον συμπαθώς τους αμετανοήτους, ουδέ σπλαγχνίζεται θερμώς τους πονηρούς και αδιορθώτους, αλλ' ως δίκαιος κριτής τους παραπέμπει ομού με τον Διάβολον εις το πυρ το αιώνιον, εις το σκότος το εξώτερον και εις τον κλαυθόν εκείνον τον απαράκλητον και απαραμύθητον.
Προ του θανάτου λοιπόν, αγαπητέ, οπού σου χρησιμεύει, κατά πολλά η μετάνοια, προ του θανάτου κλαύσον και δάκρυσον, διά να ιδή ο Θεός τα δάκρυά σου και να εξαλείψη με αυτά πάσας τας αμαρτίας σου. Προ του θανάτου πρόσδραμε εις τον ουράνιον Πατέρα σου, διά να σε προϋπαντήση και αυτός με την συνήθη φιλανθρωπίαν του, καθώς τότε και τον υιόν εκείνον τον άσωτον· προ του θανάτου βόησον, και ειπέ με κατάνυξιν προς τον φιλόψυχον Χριστόν και Σωτήρα σου: «Αγκαλά και ήμαρτον, Σώτέρ μου πολυέλεε, αλλά πάλιν ηξεύρω καλώτατα, ότι είσαι Δεσπότης μου αμνησίκακος και φιλάνθρωπος. Ελέησόν με λοιπόν, πολυεύσπλαγχνε Κύριε. Πλήξόν με εδώ συμπαθώς ως ιατρός ευσπλαγχνικός και πανάριστος. Με τας συμπαθητικάς σου πληγάς ίασαί με τον άθλιον. Ως τον άσωτον υιόν ανακάλεσαί με. Δεν έχω άλλην ελπίδα ο δείλαιος, ειμή μόνην την φιλανθρωπίαν και αγαθότητα. Άνες μοι ουν, Κύριε, και μη συναπωλέσης με ταις ανομίαις μου, μηδέ τηρήσης τα κακά μου εις τον αιώνα τον μέλλοντα, μηδέ καταδικάσης με εν τοις κατωτάτοις τόποις του άδου κατά τας μυσαράς και βδελυράς πράξεις μου, αλλ' οίκτειρόν με ένεκεν του πλήθους του ελέους σου, και συγχώρησόν μοι διά το όνομά σου το άγιον. Ότι μόνος εσύ είσαι ο Θεός των μετανοούντων και Σωτήρ των αμαρτιόντων, και σοι την δόξαν και ευχαριστίαν και προσκύνησιν αναπέμπομεν εις αιώνα τον άπαντα».
ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Β'
Πρόσχες μοι
ο Θεός ως οικτίρμων
ιλέω όμματί σου
και δέξαι μου την θερμήν
εξομολόγησιν.
Πρόσχες μοι
ο Θεός ως οικτίρμων
ιλέω όμματί σου
και δέξαι μου την θερμήν
εξομολόγησιν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Φοβερόν πράγμα είναι, αγαπητοί, η αμαρτία. Ο άνθρωπος, οπού την πράττει, δεν έχει ομμάτια να την ιδή με τελειότητα. Όταν βιασθή από τους κριτάς να την ομολογήση εις τα κριτήρια, πάσχει με μύριους τρόπους να την συγκαλύψη. Υποφέρει πολλάς τιμωρίας και βάσανα, μόνον διά να μη παρρησιασθή εις τα ομμάτια των ανθρώπων η αμαρτία του. Και τούτο διά τι τάχα; Διότι η αμαρτία, με το να είναι μία ύβρις ασύγκριτος εις τον μέγαν και φοβερόν των απάντων Κύριον, και ένα φαρμάκι άπειρον, οπού φαρμακεύει της θείας εκείνης και απείρου ευσπλαγχνίας το ανεξάντλητον πέλαγος, ενεφύτευσεν εις αυτήν ο Θεός φυσικώς και ένα μίσος άπειρον, ώστε οπού να μην έχη ομμάτια να την βλέπη μηδέ εκείνος ο ίδιος, οπού την πράττει. Και με ένα λόγον, τόσον κατά πολλά ασυγκρίτως φοβερόν και τρομακτικόν πράγμα είναι η αμαρτία, οπού όλαις η ζωαίς των μυριάδων Αγγέλων και ανθρώπων αν εδίδοντο εις θάνατον, δεν ήθελαν δυνηθή εις το να την εξαλείψωσιν από τον κόσμον. Παρά μόνος ένας Θεός παντοδύναμος εδυνήθη να το κάμη τούτο με την διά σαρκός επί γης επιδημίαν του, με τα φρικτά πάθη του, και με τον σταυρικόν αυτού θάνατον.
Όθεν όσαις φοραίς αμαρτάνει ο άνθρωπος ύστερον από το άγιον Βάπτισμα, τόσαις φοραίς πάλιν ξανασταυρώνει και θανατώνει της δόξης τον Κύριον. Και παρακινεί τον Θεόν εις τόσην πολλήν οργήν και αγανάκτησιν, ώστε οπού, αν έλιπεν η θερμή εξομολόγησις και τα κατανυκτικά των αμαρτωλών δάκρυα, βέβαια ο Θεός ήθελεν εξαλείψη πάλιν από προσώπου της γης όλον το ανάστημα της ανθρωπίνης φύσεως.
Των ολίγων λοιπόν μετανοημένων αμαρτωλών η παντελής αποχή της αμαρτίας και η θερμή μετάνοια και διάπυρος αυτών εξομολόγησις, και των ενάρετων και αγίων ανθρώπων αι καθημεριναί δεήσεις και πρεσβείαι, οπού κάμνουν προς τον Θεόν υπέρ πάσης της ανθρωπότητος. καταπραΰνουσι την κατά των αμαρτανόντων φοβεράν οργήν του Κυρίου, και προσέχει τω κόσμω ως οικτίρμων και πολυέλεος με όμμα ιλαρόν τε και ήμερον, αποδίδωντας εν καιρώ τω προσήκοντι τους ετησίους όμβρους, των αέρων την ευκρασίαν, της γης την καρποφορίαν και τας λοιπάς άλλας απείρους ευεργεσίας του, όσαι αφορώσι προς σύστασιν του κόσμου και διαμονήν όλης της ανθρωπότητος.
Και τούτο το έλεος γίνεται μόνον ενταύθα, έως οπού ζη ο άνθρωπος. Μετά δε την εντεύθεν αυτού αποβίωσιν, αν εξήλθεν εκ του βίου αμετανόητος, τότε τον απαντά μία εκδοχή φοβέρας κρίσεως, διά να δώση φρικτήν απολογίαν δι' όσα έπραξεν, είτε αγαθά, είτε φαύλα, έως και εις τα παραμικρά κινήματα της διανοίας του.
Ταύτα λοιπόν εννοούντες, αγαπητοί μου, ας φρίξωμεν, ας τρομάξωμεν. Και όταν πλησιάζωμεν εις το μυστήριον της ιεράς Εξομολογήσεως, ας μην είμεθα απρόσεκτοι και ακατάνυκτοι, αλλ' ας παριστάμεθα μετά πολλού φόβου και τρόμου ως ενώπιον του φοβερού εκείνου Βήματος. Διότι εκείνην την ώραν, οπού εξομολογούμεθα τας αμαρτίας μας, έχομεν όλον τον χορόν των ουρανίων Αγγέλων και αρχαγγελικών Δυνάμεων, οπού μας ακροάζονται. Έχομεν και αυτόν τον μέγαν και φοβερόν Θεόν και ποιητήν πάσης της κτίσεως, οπού προσέχει εις την εδικήν μας εξομολόγησιν. Και ει μεν γίνεται με αλήθειαν, με κατάνυξιν και με καρδίας θερμότητα, καταπαύει ο Θεός τον καθ' ημών θυμόν του και την δικαίαν του αγανάκτησιν, και μας προσέχει εις το εξής με όμμα ίλεον, παρέχωντάς μας αοράτως με του Πνευματικού το στόμα και την των αμαρτιών μας συγχώρησιν, και την θείαν του αρωγήν και βοήθειαν, εις το να μένωμεν του λοιπού από τας παγίδας του Διαβόλου και από τα πεπυρωμένα βέλη της αμαρτίας αβλαβείς και απλήγωτοι.
Ειδέ και δεν γίνεται με τούτον τον τρόπον η εξομολόγησίς μας, αλλά μόνον απλώς και ως έτυχε κατά συνήθειαν, ουαί ημίν, και μυριάκις ουαί, και αλλοίμονον. Διότι ο Θεός τότε περισσότερον αγριούται εναντίον μας, και έτι μάλλον καθ' ημών εξάπτει την δικαίαν του αγανάκτησιν. Όθεν διά να μη πάθωμεν ένα τοιούτον, και αποκτήσωμεν τον Θεόν εχθρόν ημών και πολέμιον και κατά πολλά εναντίον μας ωπλισμένον και οργιζόμενον, ας κάμωμεν τελείαν αποχήν από τας αμαρτίας μας. Ας τας εξομολογηθώμεν με κατάνυξιν και. θερμότητα, διά να έχωμεν και τον Θεόν ίλεων, και διά να επιτύχωμεν και της ουρανίου αυτού και αϊδίου μακαριότητος, εν Χριστώ τω Θεώ ημών, ω η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.
ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ ΚΕ'
Ου δάκρυα,
ουδέ μετάνοιαν έχω,
ουδέ κατάνυξιν·
αυτός μοι ταύτα Σωτήρ,
ως Θεός δώρησαι.
ουδέ μετάνοιαν έχω,
ουδέ κατάνυξιν·
αυτός μοι ταύτα Σωτήρ,
ως Θεός δώρησαι.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Καθώς ο ήλιος λάμπει και φωτίζει της οικουμένης τα πέρατα, τοιαύτης λογής και η χάρις του Θεού ως άλλος πολύφωτος ήλιος λάμπει και φωτίζει τας καρδίας εκείνων, οπού είναι κεκαθαρμένοι από τα πάθη ψυχής τε και σώματος. Και εις οποίαν καρδίαν λάμπει η θεία χάρις, από εκείνην ως από πηγήν τινά αναβρύουσι και τα πνευματικά δάκρυα, τα οποία είναι ένας φανερός και αισθητός καρπός του αγίου Πνεύματος. Και περί των τοιούτων δακρύων δεν λέγει ο συγγραφεύς του παρόντος τροπαρίου, αλλά περί των άλλων δακρύων της μετανοίας και κατανύξεως, από τα οποία γεννώνται εκείνα τα πνευματικά δάκρυα, οπού είναι χαράς αφάτου παραίτια, και ένα σημείον της αγάπης του Θεού ολοφάνερον.
Όθεν και τα πρώτα και τα δεύτερα δάκρυα είναι δώρον του Πνεύματος, ωσάν οπού τα μεν της μετανοίας καθαίρουσιν την ψυχήν του μετανοούντος από παντός μολυσμού σαρκός τε και πνεύματος, τα δε της αγάπης του Θεού δάκρυα την καθιλαρύνουσι, και την ευφραίνουσι με τρόπον άρρητον τε και ανεκλάλητον. Είναι δε και δάκρυα φυσικά, με τα οποία κλαίομεν τους αποθαμένους μας, και τας συμφοράς, οπού μας επισυμβαίνουσι. Και όταν δεν ημπορούμεν να κλαύσωμεν τας αμαρτίας μας με δάκρυα μετανοίας και κατανύξεως, πρέπει να μιμώμεθα εκείνους τους κηπουρούς, οπού εγκεντρίζουσι τα άγρια δένδρα εις ήμερα. Και ενθυμούμενοι τους αποθαμένους μας, να κλαίωμεν με φυσικά δάκρυα· και ευθύς οπού αρχίσουν οι οφθαλμοί μας να σταλάζωσι δάκρυα, μεταφέροντες την ενθύμησιν εκείνην εις τας αμαρτίας μας, να εγκεντρίζωμεν τα φυσικά εις τα της μετανοίας δάκρυα· και μετανοούντες, να δυνάμεθα να κλαίωμεν και τας αμαρτίας μας με δάκρυα κατανύξεως, καθώς προλαβόντες εκλαίομεν τους νεκρούς μας με δάκρυα φύσεως.
Αλλά τούτο, οπού σε συμβουλεύω, αγαπητέ, είναι μία εδική μας μέθοδος, και τα δάκρυα, οπού προέρχονται από την εδικήν μας μέθοδον και επίνοιαν, αγκαλά και ωφέλιμα, πλην είναι προσωρινά, και ολιγοχρόνια, και τρόπον τινά αθεμελίωτα, και καθώς γίνονται, ούτω πάλιν και απογίνονται· τα δε εκ του Θεού δάκρυα, ως θείον δώρον, είναι στερεά και αβίαστα· και μόνον, οπού ενθυμηθώμεν τας αμαρτίας μας, παρευθύς αβιάστως και εν ευκολία κλαίομεν. Και όποιος έλαβε παρά Θεού τούτο το δώρον των δακρύων της μετανοίας και κατανύξεως, πρέπει να το φυλάττη με όλην του την δύναμιν, διά να μη του το φθείρη ή η αμέλεια, ή η πολλή παρρησία, ή τα άκαιρα γέλοια, ή η κενοδοξία και η φθοροποιός οίησις.
Αλλά διά να λάβωμεν τούτο το δώρον των δακρύων των πνευματικών, πρέπει πρώτον μεν, να εισφέρωμεν και ημείς τα εδικά μας· ήγουν τον τρόπον και την μέθοδον οπού είπομεν ανωτέρω· δεύτερον δε, να το ζητώμεν επιπόνως και παρά Θεού με συνεχή δέησιν. Διότι η εδική μας μέθοδος και επίνοια μόνη χωρίς του Θεού την χάριν δεν κατορθώνει τίποτε. «Χωρίς εμού ου δυνασθε» λέγει ο Κύριος, «ποιείν ουδέν» (Ιω. ιε' 5)· και πάλιν: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν· ζητείτε, και ευρήσετε» (Ματθ. ζ' 7). Αλλα πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι ο Θεός δια τo αυτεξούσιον, οπού μας εχάριαε, δεν μας σώζει χωρίς να του ζητώμεν επιπόνως την σωτηρίαν μας· ουδέ μας δίδει τα εδικά του χαρίσματα, αν πρώτον ημείς δεν του προσφέρωμεν τα εδικά μας θελήματα και κινήματα. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά του Θεού», λέγει ο θείος Χρυσόστομος, «μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει».
Θέλεις να λάβης το χάρισμα της θερμής κατανύξεως άνωθεν; Κατανύγου πρώτον εσύ με βιαίαν κατάνυξιν, και τότε θέλεις λάβει παρά Θεού και την αβίαστον και θερμήν κατάνυξιν. Θέλεις να λάβης το χάρισμα της μετανοίας; Μετανόει εσύ πρώτον με εξωτερικήν μετάνοιαν αναστέναζε με βίαν· ύπαγε σωματικώς εις τον πνευματικόν πατέρα σου, εξομολογού συνεχώς με τα χείλη τας αμαρτίας σου, και τότε θέλεις λάβει και της καρδίας την θερμήν και κατανυκτικήν μετάνοιαν. Θέλεις να λάβης το θεοδώρητον χάρισμα των δακρύων; Βιάζου εσύ πρώτον να κλαίης με φυσικά δάκρυα τας αμαρτίας σου, καθώς κλαίεις και εις τας συμφοράς σου, και εις των συγγενών σου τον θάνατον, και τότε θέλεις λάβει και το χάρισμα των πνευματικών δακρύων, διά να κλαίης αβιάστως και ευκόλως με μόνην την ψιλήν των αμαρτιών σου ενθύμησιν. Το ίδιον μεταχειρίζου και εις τα άλλα πνευματικά χαρίσματα· ήγουν δίδε εσύ πρώτον εις τον Θεόν τα σωματικά και επίπονα, και τότε θέλει σου δώσει και ο Θεός τα πνευματικά και ακοπίαστα· δίδε εις τον Θεόν σωματικήν προσευχήν και ψαλμωδίαν, διά να σου δώση και ο Θεός πνευματικήν και ακοπίαστον προσευχήν και ψαλμωδίαν, οπού να προσεύχεσαι με χαράν και κατάνυξιν, και να ψάλλης με πνευματικήν ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ομοίως δίδε ελεημοσύνην βιαζόμενος, διά να λάβης χάρισμα αβίαστου ευσπλαγχνίας και ελεημονητικής διαθέσεως· δίδε τα σωματικά, διά να λαμβάνης ως μισθόν τα πνευματικά· δίδε τα εδικά σου, διά να σου δίδη και ο Θεός τα εδικά του. «Προηγουμένων μεν γαρ των ημετέρων, έπονται και τα παρά. του Θεού, μη προηγουμένων δε των ημετέρων, ουδέ τα παρά του Θεού έψεται. Η γαρ χάρις, καν χάρις η, τους εθέλοντας και εκζητούντας αυτήν σώζει». Ης και τύχοιμεν εν Χριστώ τω Θεώ ημών· αυτώ η δόξα εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
ΤΡΟΠΑΡΙΟΝ Ι’
Γνώτε και ίδετε,
ότι εγώ ειμι Θεός,
ο ερευνών καρδίας
και κολάζων εννοίας,
ελέγχων πράξεις
και φλογίζων αμαρτίας,
και κρίνων ορφανόν
και ταπεινόν και πτωχόν.
ότι εγώ ειμι Θεός,
ο ερευνών καρδίας
και κολάζων εννοίας,
ελέγχων πράξεις
και φλογίζων αμαρτίας,
και κρίνων ορφανόν
και ταπεινόν και πτωχόν.
ΕΡΜΗΝΕΙΑ
Επειδή ο Θεός έπλασεν εκ χοός τον άνθρωπον και τον εστόλισε με λογικήν ψυχήν και αθάνατον, τον έκαμε προσέτι και αυτεξούσιον, και του έδωκε τόσον τον φυσικόν, όσον και τον γραπτόν και πνευματικόν νόμον, διά να τον οδηγή εις τα ψυχωφελή και σωτήρια και να τον εμποδίζη από τα επιβλαβή και ολέθρια. Όθεν ο άνθρωπος ως αυτεξούσιος δεν εμποδίζεται παρά Θεού από του να πράξη ή να μη πράξη τα πονηρά και παράνομα· παιδεύεται όμως με διπλάς τιμωρίας ασυμπαθώς και μεγάλως, όταν τα πράττη με πολλήν ασυνειδησίαν και αθεοφοβίαν του.
Η αιτία λοιπόν της παιδεύσεώς σου, ω αμαρτωλέ άνθρωπε, δεν είναι ο Θεός, οπού σε παιδεύει, διά να σε φέρη εις μετάνοιαν· αλλ’ είσαι εσύ ο ίδιος, οπού αμαρτάνεις, υβρίζωντας το πανάγιον αυτού όνομα. Διότι και ένας μεν από ακρασίαν και αφυλαξίαν του περιπίπτει εις μίαν βαρυτάτην ασθένειαν ο δε ιατρός διά να τον ιατρεύση, τον ποτίζει πικρά και φαρμακερά βότανα· κόπτει τας σάρκας του, καίει πολλάκις και τα σωματικά μέλη του, αλλ' ο ασθενής πονεί μεγάλως και βασανίζεται. Των πόνων λοιπόν και βασάνων, οπού πάσχει ο ασθενής εκείνος, τις είναι ο αίτιος; Ο ιατρός, οπού πικραίνει και καίει; Ή ο ασθενής, οπού πικραίνεται και καίεται; Ο ασθενής βέβαια· επειδή, αν αυτός από ακρασίαν και αφυλαξίαν του δεν ήθελε περιπέση εις την θανατηφόρον εκείνην ασθένειαν, ο ιατρός ούτε τον επίκραινεν, ούτε τον έκαιε.
Μηδείς λοιπόν πειραζόμενος και παιδευόμενος ας λέγη, ότι παρά Θεού πειράζομαι και παιδεύομαι. Ότι ο Θεός κανένα άνθρωπον ούτε πειράζει, ούτε παιδεύει, ως μόνος εύσπλαγχνος και πανάγαθος· αλλ' όποιος πειράζεται και παιδεύεται, αφ’ εαυτού του και πειράζεται και παιδεύεται. Διότι η δικαία του Θεού κρίσις εξομοιούται με του καθ’ ενός ημών την γνώμην και την διάθεσιν, και ό,τι λογής είναι η κατάστασίς μας, έτσι και μας δίδει ως κριτής δίκαιος και απαραλόγιστος. Όθεν ο Θεός ερευνά τα βάθη της καρδίας μας· και αν έχωμεν μέσα εις αυτήν αγαθάς εννοίας και ψυχωφελή διανοήματα, κατ' εκείνα και μας ανταμείβει και εν τω νυν αιώνι, και εν τω μέλλοντι. Αν όμως είναι αι βουλαί και τα διανοήματα βλαβερά και θανατηφόρα και κολάσεως πρόξενα, εξ αυτών λαμβάνωντας, μας αντιβραβεύει εκ των ιδίων με τα ίδια. Και καθώς το πυρ, αν λάβη μεν εις του λόγου του αργύριον ή χρυσίον, το λαγαρίζει, το καθαρίζει και το λαμπρύνει θαυμασιώτατα, αν δε εκ του εναντίου λάβη ξύλα, ή χόρτον, ή καλάμην, τα κατακαίει και τα διαφθείρει με την καυστικήν του ενέργειαν, τοιουτοτρόπως και ο Θεός είναι ένα πυρ άυλον και υπερούσιον, οπού εισερχόμενον μέσα εις την καρδίαν του ανθρώπου, αν εύρη μεν ως χρυσίον και αργύριον αγαθάς και θεοφιλείς εννοίας και σκοπούς θεόφρονας, τους καταλαμπρύνει με διαυγάζουσαν της θείας του χάριτος έλλαμψιν αν εύρη δε ως ξύλα και χόρτον και καλάμην της ανυπόστατου κακίας βδελυρά και αχυρώδη νοήματα και σκοπούς ματαιόφρονας, τους κατακαίει και τους αφανίζει με την φθοροποιόν και δραστήριον ενέργειαν της θεϊκής του δυνάμεως.
Και λοιπόν ο Θεός, ως μεν Θεός υπεράυλος και υπερούσιος, ερευνά τας καρδίας και τα λεπτά του νοός μας διανοήματα, και τα μεν αγαθά στερεώνει και χαριτώνει ως φιλάγαθος, τα δε πονηρά τιμωρεί και κολάζει ως μισοπόνηρος· ως δε πυρ άυλον, τας μεν αγαθάς πράξεις στερεώνει και φωτίζει με την φωτιστικήν του ενέργειαν, τας δε πονηράς και παρανόμους πράξεις ελέγχει και παρρησιάζει ενώπιον πάντων προς εντροπήν και καταισχύνην του πράξαντος, τας δε αμαρτίας καταφλογίζει και κατακαίει με την καυστικήν του και δραστήριον δύναμιν. Και ως κριτής δίκαιος, τους μεν ορφανούς κρίνει και δικαιώνει και επιστρέφει προς αυτούς το πατρικόν αυτών δίκαιον, οπού αδίκως διήρπασαν οι πλεονέκται και άρπαγες· τους δε ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυψώνει και πλουτίζει με την διανομήν των πνευματικών χαρισμάτων του, έκαστον κατά το ίδιον μέτρον της εν Χριστώ ταπεινώσεως και πνευματικής πτωχείας του.
Ας γνωρίσωμεν λοιπόν και ημείς, αγαπητοί, και ας ιδώμεν και με τους αισθητούς οφθαλμούς μας διά μέσου της ορατής κτίσεως, και με τους νοερούς οφθαλμούς της διανοίας μας διά μέσου της αοράτου δημιουργίας των υπερκοσμίων Δυνάμεων, ότι αυτός είναι μόνος ο Θεός ο παντοκράτωρ και παντοδύναμος· αυτός είναι μόνος ο παντέφορος οφθαλμός εκείνος, οπού εφορά και βλέπει τα σύμπαντα· αυτός είναι μόνος, οπού εξετάζει και ερευνά του καθ' ενός της καρδίας τα κρύφια και τα μυστικά και απόρρητα. Και ας μη πάσχωμεν με τους ασυλλογίστους διαλογισμούς της πλάνης να τον παραλογίζωμεν, άλλα μεν έχοντες εις την καρδίαν μας, άλλα δε εις τα χείλη μας προς απάτην των απλουστέρων διά τα ίδια και επικερδή τέλη μας· αλλ' ας είναι οι λόγοι μας σύμφωνοι με τα διανοήματα της καρδίας μας.
Και μάλιστα, όταν προσερχώμεθα εις την ιεράν εξομολόγησιν, ας μη λέγωμεν εις τον Πνευματικόν άλλα αντί άλλων, ψευδόμενοι, αλλ’ ας ομολογώμεν χωρίς εντροπήν άπασαν την αλήθειαν, διά να λαμβάνωμεν ως αληθεύοντες και των αμαρτιών ημών την συγχώρησιν· και όχι ως ψευδόμενοι να επισωρεύωμεν εις του λόγου μας οργήν περισσοτέραν και αγανάκτησιν παρά του ερευνώντος Θεού τα απόκρυφα βάθη της καρδίας μας· του κολάζοντος του νοός μας τα πονηρά διανοήματα· του ελέγχοντος τας μιαράς και ακαθάρτους πράξεις μας· του φλογίζοντος ασυμπαθώς τας αμετανόητους αμαρτίας μας· και ημάς μεν τους των αμαρτιών εργάτας παραπέμποντος εις κόλασιν αιώνιον, τους δε ορφανούς δικαιούντος και κρίνοντος δικαίως, ως δικαίου υπάρχοντος, και τους ταπεινούς και πτωχούς τω πνεύματι ανυψούντος και μεγαλύνοντος και υπερπλουτίζοντος εις την ουράνιον βασιλείαν του, ης και ημάς επιτυχείν γένοιτο. Αμήν.
[*] Από το σπάνιο βιβλίο «Ερμηνεία του θείου και ιερού Μεγάλου Κανόνος του εν αγίοις πατρός ημών Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, ερμηνευθέντος θείω ελέει παρά του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας Ιωάννου του εκ της Λίνδου. Τόμος Α' περιέχων την πρώτην, δευτέραν και τρίτην ωδήν. Βιέννη 1796». Τα τροπάρια που δημοσιεύονται εδώ αναφέρονται κυρίως στην μετάνοια και την εξομολόγησι. Είναι δε τα εξής: το ιβ' της α' ωδής, το β' και κε' του α' ειρμού της β' ωδής και το ι' του β' ειρμού της β' ωδής. ΠΗΓΗ
[*] Από το σπάνιο βιβλίο «Ερμηνεία του θείου και ιερού Μεγάλου Κανόνος του εν αγίοις πατρός ημών Ανδρέου αρχιεπισκόπου Κρήτης του Ιεροσολυμίτου, ερμηνευθέντος θείω ελέει παρά του αρχιεπισκόπου Μύρων της Λυκίας Ιωάννου του εκ της Λίνδου. Τόμος Α' περιέχων την πρώτην, δευτέραν και τρίτην ωδήν. Βιέννη 1796». Τα τροπάρια που δημοσιεύονται εδώ αναφέρονται κυρίως στην μετάνοια και την εξομολόγησι. Είναι δε τα εξής: το ιβ' της α' ωδής, το β' και κε' του α' ειρμού της β' ωδής και το ι' του β' ειρμού της β' ωδής. ΠΗΓΗ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου