Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2019

Φρεγάτες LCF: Ο διακαής πόθος του ΠΝ για πλοίο αεράμυνας περιοχής


/, Ελλάδα, Κεντρικά, Προτεινόμενα/Φρεγάτες LCF: Ο διακαής πόθος του ΠΝ για πλοίο αεράμυνας περιοχής
Συνεχίζουμε τις παρουσιάσεις πλοίων ικανά να ενταχθούν στο ΠΝ και αυτή τη φορά σειρά έχουν οι Ολλανδικές φρεγάτες κλάσης De Zeven Provinciën τύπου LCF (Luchtverdedigings- en commandofregat).
Το ΠΝ όπως σας είχαμε ενημερώσει με αποκλειστικό ρεπορτάζ είχε ζητήσει μεταχειρισμένα πλοία από το Ολλανδικό Ναυτικό αλλά η απάντηση που έλαβε ήταν πως δεν είναι διαθέσιμα πριν από το 2025 με 2027.
Άλλωστε η εμπειρία του ΠΝ από τα Ολλανδικά πλοία όπως οι φρεγάτες «S» είναι πραγματικά εντυπωσιακή και εξαιρετική. Άριστη θα λέγαμε. Οι φρεγάτες «S» δυστυχώς όπως έχουμε γράψει εκσυγχρονίστηκαν επιφανειακά. Πολύ επιφανειακά. Και προσεχώς είναι πολύ πιθανό να γίνει το ίδιο και με τις ΜΕΚΟ 200 ΗΝ.  
Οι Ολλανδικές φρεγάτες κλάσης De Zeven Provinciën τύπου LCF είναι πραγματικά μια εξαιρετική επιλογή στη κατηγορία των πλοίων αεράμυνας περιοχής. Μαζί με τις Γερμανικές F-124 που θα παρουσιάσουμε στο αυριανό μας άρθρο και τις Ισπανικές F-100 Alvaro De Bazan είναι οι τρεις κορυφαίες επιλογές επαναλαμβάνουμε στη κατηγορία των πλοίων αεράμυνας περιοχής.
Η ιστορία της φρεγάτας LCF αρχίζει ουσιαστικά τον Ιανουάριο του 1994 όταν η Ισπανία, η Ολλανδία και η Γερμανία υπέγραψαν μνημόνιο συνεργασίας δημιουργώντας την κοινοπραξία TFC (Trilateral Frigate Cooperation). Στόχος του προγράμματος ήταν η ανάπτυξη μιας κοινής ναυτικής πλατφόρμας, με το κάθε κράτος να επιλέγει τον εξοπλισμό που επιθυμεί. Έτσι προέκυψε η φρεγάτα LCF.
Με 32 SM-2 IIA και 32 ESSM τα πλοία είναι κυριολεκτικά «αστακοί».
Τον Φεβρουάριο του 1997, η Ολλανδία συνήψε με τα ναυπηγεία Royal Schelde συμβόλαιο για τη ναυπήγηση τεσσάρων φρεγατών του τύπου κλάσης “De Zeven Provincien”. Η τοποθέτηση της τρόπιδας του πρώτου πλοίου F-802 “De Zeven Provincien” πραγματοποιήθηκε την 1η Σεπτεμβρίου του 1998 και αυτό καθελκύστηκε στις 8 Απριλίου του 2000. Σε υπηρεσία εντάχθηκε στις 26 Απριλίου του 2002. Το δεύτερο πλοίο, το F-803 “Tromp”, άρχισε να ναυπηγείται στις 3 Σεπτεμβρίου του 1999, καθελκύστηκε στις 7 Απριλίου του 2001 και εντάχθηκε σε υπηρεσία στις 14 Μαρτίου του 2003.
Το πλοίο F-804 “De Ruyter” άρχισε να ναυπηγείται την 1η Σεπτεμβρίου του 2000, καθελκύστηκε στις 13 Απριλίου του 2002 και εντάχθηκε σε υπηρεσία στις 22 Απριλίου του 2004. Τέλος, το τέταρτο πλοίο, το F-805 “Evertsen”, άρχισε να ναυπηγείται στις 3 Σεπτεμβρίου του 2001, καθελκύστηκε στις 19 Απριλίου του 2003 και εντάχθηκε σε υπηρεσία στις 10 Ιουνίου του 2005.
Η υπερκατασκευή του πλοίου ενσωματώνει χαρακτηριστικά απόκρυψης του ίχνους (stealth) με έμφαση στη μείωση της διαγωνίου διατομής ραντάρ, καθώς επίσης και των υπέρυθρων, των ακουστικών και των μαγνητικών υπογραφών του. Τα υδατοστεγή διαμερίσματα, η μόνωση, η διάθεση πολλαπλών συστημάτων ζωτικής σημασίας, η κατανομή της ισχύος, η ευκινησία και η σπονδυλωτή κατασκευή παρέχουν υψηλό επίπεδο ικανότητας επιβίωσης σε περίπτωση προσβολής από βλήμα επιφανείας-επιφανείας. Επίσης, το πλοίο διαθέτει και σύστημα προστασίας από πυρηνικές, χημικές και βιολογικές ουσίες.
Οι διαστάσεις της LCF είναι (μήκος x πλάτος x βύθισμα) 144,24 μέτρα x 18,8 μέτρα x 5,18 μέτρα, ενώ το μέγιστο εκτόπισμα, με πλήρη φόρτο, είναι 6.050 τόνοι. Οι απαιτήσεις επάνδρωσης είναι της τάξεως των 202 ατόμων, εκ των οποίων οι 32 είναι αξιωματικοί, οι 47 υπαξιωματικοί και οι 123 είναι ναύτες.
Το σύστημα πρόωσης της φρεγάτας είναι διαμόρφωσης CODOG (Combined Diesel Or Gas) και αποτελείται από δύο αεροστρόβιλους κινητήρες τύπου Spey SM-1C της Rolls-Royce συνολικής ισχύος 2 x 24.799 ίππων και δύο πετρελαιοκινητήρες τύπου 16V6ST της Stork-Wartsila, συνολικής ισχύος 2 x 11.260 ίππων. Για την παραγωγή της απαιτούμενης ηλεκτρικής ενέργειας, η φρεγάτα LCF είναι εφοδιασμένη με δύο γεννήτριες συνολικής ισχύος 2 x 1.650 kW. Η κίνηση μεταδίδεται σε δύο προπέλες μέσω δύο εμβόλων, τα οποία βρίσκονται σε διαφορετικά διαμερίσματα, για λόγους αύξησης της επιβιωσιμότητας.
Η μέγιστη ταχύτητα που επιτυγχάνει η LCF είναι της τάξεως των 29 κόμβων/ώρα (54 km/h), ενώ η ιδανική ταχύτητα πλεύσης είναι οι 18 κόμβοι/ώρα (33 km/h). Με αυτή την ταχύτητα πλεύσης, η μέγιστη εμβέλεια του πλοίου ανέρχεται στα 5.000 ναυτικά μίλια (9.260 km).
Δύο κορυφαία και συνάμα πανίσχυρα ραντάρ είναι σε θέση να εμπλέκουν ταυτόχρονα πολλαπλούς στόχους. Η φρεγάτα LCF διαθέτει το ραντάρ πολλαπλών ρόλων ενεργής διάταξης φάσης τύπου APAR (Active Phase Array Radar), το οποίο αποτελείται από τέσσερις μη περιστρεφόμενες κεραίες σε πυραμιδοειδή διάταξη. Το ραντάρ μπορεί να ανιχνεύσει έως και 250 στόχους και να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα 16 εξ αυτών με 32 βλήματα μέσου ή μεγάλου βεληνεκούς.
Η LCF είναι εξοπλισμένη με το σύστημα διαχείρισης μάχης τύπου SEWACO ΧΙ της Thales Naval Nederland (το λειτουργικό του συστήματος SEWACO XI το έχει αναπτύξει το Κέντρο Αυτοματισμού Όπλων και Συστημάτων Διοίκησης του Βασιλικού Ναυτικού της Ολλανδίας). Το SEWACO XI χρησιμοποιεί ανοικτή αρχιτεκτονική διασύνδεσης και διαθέτει 14 οθόνες πολλαπλής λειτουργίας τύπου MOC Mk.3, καθώς και 36 θυρίδες, στις οποίες είναι τοποθετημένος ο κεντρικός ηλεκτρονικός υπολογιστής τύπου COTS. Το σύστημα επικοινωνιών που έχει επιλεγεί είναι της Rohde & Schwarz και περιλαμβάνει ασφαλείς φωνητικές και δορυφορικές επικοινωνίες, καθώς και συστήματα ζεύξης δεδομένων Link-11 και Link-16.
Η φρεγάτα LCF διαθέτει το ραντάρ πολλαπλών ρόλων ενεργής διάταξης φάσης τύπου APAR (Active Phase Array Radar), το οποίο αποτελείται από τέσσερις μη περιστρεφόμενες κεραίες σε πυραμιδοειδή διάταξη. Κάθε κεραία αποτελείται από 3.424 στοιχεία εκπομπής/λήψης, τα οποία λειτουργούν στη ζώνη συχνοτήτων Χ (7-12,5 GHz). Η μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού του APAR κυμαίνεται ανάλογα με το στόχο. Έτσι, για εναέριους στόχους, η μέγιστη εμβέλεια ανέρχεται στα 150 km, ενώ για στόχους επιφανείας η μέγιστη εμβέλεια περιορίζεται στα 32 km. Εκτός από την έρευνα, το APAR λειτουργεί και ως σύστημα ελέγχου πυρός των βλημάτων επιφανείας-αέρος του πλοίου και του πυροβόλου. Το ραντάρ μπορεί να ανιχνεύσει έως και 250 στόχους και να αντιμετωπίσει ταυτόχρονα 16 εξ αυτών με 32 βλήματα μέσου ή μεγάλου βεληνεκούς.
Το ραντάρ SMART- L (Signaal Multibeam Acquisition Radar for Tracking, L-Band), το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων D (1-2 GHz) και όχι στη ζώνη L όπως καταγράφεται στην ονομασία του, χρησιμοποιεί 16 στοιχεία κεραιών για εκπομπή/λήψη ανακλώμενου κύματος συν οκτώ επιπλέον στοιχεία, αποκλειστικά και μόνο για λήψη ανακλώμενου κύματος. Το SMART-L παράγει 16 δέσμες κύματος ταυτόχρονα με τη διαδικασία του ψηφιακού σχηματισμού δέσμης (beam forming).
Η κάθετη καθοδήγηση των δεσμών, καθώς και η διαδικασία σταθεροποίησης της εκπομπής ενάντια στην απότομη αλλαγή πορείας του πλοίου επιτυγχάνονται ηλεκτρονικά, ενώ ο οριζόντιος έλεγχος των δεσμών επιτυγχάνεται μηχανικά. Το εύρος της κάθε μίας από τις 16 δέσμες κυμαίνεται από 2,2ο (οριζόντια) και από 0-70ο (κάθετα). Το ραντάρ ενσωματώνει και σύστημα αναγνώρισης φίλου ή εχθρού τύπου Mk.XII.
Η μέγιστη εμβέλεια εντοπισμού για το SMART-L ανέρχεται στα 85 km για βλήματα τεχνολογίας cruise, στα 400 km για μαχητικά αεροσκάφη ή στα 600 km για αεροσκάφη ναυτικής συνεργασίας επιπέδου P-3 Orion. Το SMART-L μπορεί να ιχνηλατήσει έως και 1.000 εναέριους και 100 θαλάσσιους στόχους ταυτόχρονα.
Η τιμή για κάθε πλοίο με είχε υπολογιστεί στα 600 εκατομμύρια ευρώ σύμφνα με παρουσίαση στο ΓΕΝ άνευ των όπλων.
Το ραντάρ έρευνας επιφανείας τύπου Scout LPI (Low Probability of Intercept) λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων I (8-10 GHz). Επίσης, το πλοίο ενσωματώνει και το υπέρυθρο σύστημα Sirius LR-IRST έρευνας και ιχνηλάτησης στόχου μακράς ακτίνας. Ο ρόλος του Sirius LR-IRST είναι η έρευνα του ορίζοντα για την αναγνώριση επερχόμενων βλημάτων επιφανείας-επιφανείας, τα οποία ίπτανται κοντά στην επιφάνεια της θάλασσας. Ο ηλεκτρονικός εξοπλισμός της φρεγάτας συμπληρώνεται με το ηλεκτροπτικό σύστημα επιτήρησης επιφανείας τύπου Mirador και το σονάρ επιτήρησης βυθού τύπου DSQS-24C της Atlas Elektronik.
Για την αυτοπροστασία της φρεγάτας έχει επιλεγεί το σύστημα Sabre της Thales Defence. Το Sabre αποτελείται από ένα σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων (Electronic Countermeasures = ECM), το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων 0,5-18 GHz και από ένα σύστημα ηλεκτρονικών μέτρων υποστηρίξεως (Electronic Support Measures = ESM), το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων 7,5-18 GHz. Το σύστημα έχει τέσσερις εκτοξευτές αναλώσιμων SRBOC (Super Rapid Blooming Off board Countermeasures) και σύστημα παραπλάνησης τορπιλών τύπου AN/SLQ-25 Nixie.
Επίσης, το ελικοδρόμιο και το υπόστεγο του πλοίου μπορεί να φιλοξενήσει ένα ελικόπτερο επιπέδου NH-90 (βάρους 10.600 κιλών).
Το ένα από τα δύο αντιαεροπορικά συστήματα της φρεγάτας LCF είναι το RIM-162 ESSM (Evolved Sea Sparrow Missile), το οποίο χρησιμοποιεί το κάθετο σύστημα εκτόξευσης Mk.41 VLS (Vertical Launching System) με 40 θέσεις βλημάτων RIM-162 ESSM ή RIM- 66M2 SM-2MR Block IIIA. Το βλήμα RIM-162 ESSM έχει διαστάσεις (μήκος x διάμετρο) 3,66 μέτρα x 25,4 εκατοστά και βάρος 280 κιλά, εκ των οποίων τα 39 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής θραυσμάτων.
Μια από τις κορυφαίες επιλογές για το ΠΝ.
Το βλήμα ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου τύπου Mk.143 Mod.0, επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα 4 Mach και μέγιστη εμβέλεια 50+ km (το ελάχιστο ύψος εμπλοκής είναι μικρότερο των δύο μέτρων, ενώ το μέγιστο ύψος εμπλοκής είναι μεγαλύτερο των 10 km).
Με μέγιστη ταχύτητα βλήματος μεγαλύτερη των 600 μέτρων το δευτερόλεπτο, η απόσταση των 50+ km καλύπτεται σε διάστημα 83 δευτερολέπτων. Η καθοδήγηση του βλήματος επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της ζεύξης δεδομένων, κατά τη μέση φάση της πτήσης και με τη μέθοδο της ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ, κατά την τερματική φάση.
Το βλήμα RIM-66M2 SM-2MR Block IIIA έχει διαστάσεις (μήκος x διάμετρο x μήκος πτερυγίων) 4,72 μέτρα x 34,3 εκατοστά x 1,08 μέτρα και βάρος 708 κιλά. Το βλήμα επιτυγχάνει μέγιστη ταχύτητα της τάξεως των 3,5 Mach, μέγιστη εμβέλεια εμπλοκής 167 km και ανώτατο όριο εμπλοκής τα 80.000 πόδια (24.384 μέτρα). Ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου και πολεμική κεφαλή θραυσμάτων. Η καθοδήγηση προς τον στόχο επιτυγχάνεται με τη μέθοδο της ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ.
Η εγγύς αντιαεροπορική προστασία των φρεγατών LCF βασίζεται σε δύο συστήματα CIWS (Close-In Weapon System) τύπου Goalkeeper διαμετρήματος 30mm, εκ των οποίων το ένα είναι τοποθετημένο στην πρύμνη και το άλλο στην πλώρη. Το Goalkeeper ενσωματώνει επτά κάννες Gatling τύπου GAU-8/A Avenger με ταχυβολία 70-75 φυσιγγίων/δευτερόλεπτο (4.200-4.500 φυσίγγια/λεπτό). Το μέγιστο βεληνεκές εξαρτάται από το πυρομαχικό που χρησιμοποιείται, αλλά σε καμία περίπτωση δεν ξεπερνά τα 2 km.
Σύμφωνα με την εταιρία κατασκευής, το Goalkeeper μπορεί να αναχαιτίσει οποιοδήποτε βλήμα, με ποσοστό επιτυχίας 100%, εντός ζώνης 500 μέτρων πέριξ του πλοίου.
Η αναχορηγία του συστήματος είναι της τάξεως των 1.190 φυσιγγίων. Το ύψος του Goalkeeper είναι 3,71 μέτρα (επιφανειακά) ή 6,2 μέτρα, εάν συνυπολογιστεί και η εγκατάσταση στο εσωτερικό της υπερκατασκευής. Το βάρος του είναι 9.902 κιλά. Το σύστημα κινείται στην κατακόρυφο από -25ο έως και +85ο με ταχύτητα 80ο/δευτερόλεπτο, ενώ κινείται σε όλο το τόξο των 360ο με ταχύτητα 95ο/δευτερόλεπτο.
Η ταχύτητα εξόδου του βλήματος από την κάννη είναι τα 1.109 μέτρα/δευτερόλεπτο, ενώ ο μέγιστος συνεχόμενος ρυθμός βολής είναι τα 300 φυσίγγια. Ο χρόνος αναχορηγίας του συστήματος είναι εννέα λεπτά. Το σύστημα ενσωματώνει ραντάρ έρευνας, το οποίο λειτουργεί στη ζώνη συχνοτήτων Ι (8-10 GHz) και επιτυγχάνει μέγιστο βεληνεκές 30 km. Τα ραντάρ εμπλοκής λειτουργεί και αυτό στη ζώνη συχνοτήτων Ι. Το έργο των συστημάτων Goalkeeper συνεπικουρούν και δύο πυροβόλα Oerlikon διαμετρήματος 20mm και μέγιστου βεληνεκούς 2 km.
Οι φρεγάτες LCF εξοπλίζονται με οκτώ βλήματα επιφανείας-επιφανείας τύπου RGM-84D Harpoon Block-1C/-1D της Boeing. Το μήκος του βλήματος είναι 4,6 μέτρα, η διάμετρός του 340mm και το βάρος του είναι 628 κιλά, εκ των οποίων τα 221 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής. Το μήκος των πτερυγίων είναι 91 εκατοστά. Το βλήμα ενσωματώνει κινητήρα στερεού καυσίμου τύπου J402 της Teledyne.
Η μέγιστη ταχύτητα πτήσης ανέρχεται στα 864 km/h και το μέγιστο βεληνεκές στα 140 km. Οι εκτοξευτές είναι τοποθετημένοι στο μέσο του πλοίου ανά τετράδες σε διαμόρφωση Χ. Το βλήμα κατευθύνεται προς τον στόχο με τη βοήθεια αδρανειακού συστήματος, το οποίο πραγματοποιεί αυτόνομη διαδικασία έρευνας στόχου.
Όταν το βλήμα αναγνωρίσει έναν στόχο, κινείται προς αυτόν πετώντας κοντά στην επιφάνεια της θαλάσσης (sea skimming). Στην τερματική φάση, το βλήμα καθοδηγείται με τη μέθοδο της ημιενεργής καθοδήγησης ραντάρ.
Το πλοίο ξεχωρίζει για τον συνδιασμό αισθητήρων – ραντάρ, φόρτου βλημάτων και όπλων που αξιοποιεί για την αεράμυνα περιοχής.
Ο εξοπλισμός προσβολής συμπληρώνεται από ένα πυροβόλο τύπου OTO Breda διαμετρήματος 127mm με κάννη μήκους 54 mm της OTO Melara και δύο τριπλούς εκτοξευτές τορπιλών τύπου Mk.32 Mod.9 διαμετρήματος 324mm για τορπίλες τύπου Mk.46 Mod.5 της Alliant Techsystems.
Το πυροβόλο OTO Breda έχει βάρος 37.500 κιλά και η αναχορηγία του είναι της τάξεως των 66 φυσιγγίων. Τα όρια ανύψωσης στην κατακόρυφο είναι από -15ο έως και +83ο με μέγιστη ταχύτητα 30ο/δευτερόλεπτο, ενώ μπορεί να κινηθεί οριζόντια σε τόξο 330ο με μέγιστη ταχύτητα 40ο/δευτερόλεπτο.
Ο μέγιστος ρυθμός βολής είναι τα 40 φυσίγγια/δευτερόλεπτο, ενώ η μέγιστη εμβέλεια ανέρχεται στα 30 km. Οι τορπίλες Mk.46 Mod.5 τέθηκαν σε παραγωγή το 1979 και αποτελούν εξέλιξη της έκδοσης Mk.46 Mod.0, η οποία πρωτοεμφανίστηκε το 1966. Το μήκος της τορπίλης είναι 2,59 μέτρα και το βάρος της 235 κιλά, εκ των οποίων τα 45 κιλά είναι το βάρος της πολεμικής κεφαλής τύπου PBXN-103 υψηλής εκρηκτικότητας.
Η τορπίλη Mk.46 Mod.5 έχει σχεδιαστεί για επιχειρήσεις σε βάθος έως και 365 μέτρα, ενώ έχει μέγιστο βεληνεκές 7,3 km (μέγιστη ταχύτητα: 52 km/h).              ΤΟ ΕΙΔΑΜΕ    ΕΔΩ

Δεν υπάρχουν σχόλια: