| Εκτύπωση | 29/05/2011 | Του Δρα. Χριστ. Χριστοδούλου*
Έχουμε ακούσει πολλά τα τελευταία τρία χρόνια για τη διακυβέρνηση Χριστόφια σε όλους τους τομείς των αρμοδιοτήτων της. Με προεξάρχοντες εκείνους του εθνικού θέματος και της οικονομίας. Θέσεις και αντιθέσεις, κρίσεις και επικρίσεις, αντιφάσεις και αντιδράσεις, μεταπτώσεις και παλινδρομήσεις έχουν δεσπόσει στο κυπριακό πολιτικό και οικονομικό σκηνικό.
Δεν θα ήταν υπερβολή να λεχθεί ότι η παρελθούσα τριετία δεν έχει παρόμοιο προηγούμενο. Κυρίως από πλευράς κυβερνώντων οι οποίοι, είτε λόγω απειρίας και ανεπάρκειας όσον αφορά τη διαχείριση των κυβερνητικών πραγμάτων, είτε λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων και ιδεοληπτικών μονοδρομήσεων, έχουν κυριολεκτικά αφήσει άναυδους όλους όσοι, λόγω ηλικίας τουλάχιστον, παρακολουθούμε και βιώνουμε τα κυβερνητικά δρώμενα από καταβολής της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960.
Χωρίς δόση υπερβολής ή προκατάληψης και χωρίς να παραγράφουμε εσφαλμένες πολιτικές ή λανθασμένους χειρισμούς προηγούμενων κυβερνήσεων, με κάθε ειλικρίνεια ομολογούμε ότι η παρούσα διακυβέρνηση του Προέδρου Χριστόφια είναι η χειρότερη που γνώρισε μέχρι τώρα ο τόπος μας. Σε όλους τους τομείς. Χωρίς να αποδίδουμε κακές προθέσεις ή δολιότητα ελατηρίων. Και εκ των έργων, των πολιτικών και των αποτελεσμάτων κρίνοντας και αποτιμώντας την τριετία της διακυβέρνησης του Προέδρου Χριστόφια, δεν μπορούμε, δυστυχώς, να την αποτιμήσουμε με θετικό βαθμό. Ήταν και παραμένει μια διακυβέρνηση που παραπαίει μεταξύ δογματικών ιδεολογημάτων και ωμών πραγματικοτήτων, που αντιμάχεται μυωπικά τα διεθνή και εσωτερικά γεγονότα, που αναιρεί και αυτοαναιρείται, που ωραιοποιεί και ωραιολογεί, που διαψεύδει και αυτοδιαψεύδεται.
Η Κύπρος ατύχησε…
Δυστυχώς, η Κύπρος ατύχησε, στην πιο κρίσιμη περίοδο των αποφασιστικών εξελίξεων που συντελούνται διεθνώς στην οικονομία με δυσμενείς εσωτερικές επιπτώσεις, αλλά και στο εθνικό μας θέμα, να κυβερνάται, δημοκρατικώ δικαιώματι και λαϊκή βουλήσει, από έναν Πρόεδρο και μια κυβέρνηση όπου περισσεύει ο ερασιτεχνισμός, η πολιτική αφέλεια, ο ευσεβοποθισμός και η χίμαιρα, ο εξωπραγματισμός και η ουτοπία.
Τα γεγονότα ομιλούν αφ' εαυτών. Και είναι, δυστυχώς, απογοητευτικά. Και αποδεικνύονται επικίνδυνα και επώδυνα και για το παρόν και για το μέλλον αυτού του τόπου. Η κατάσταση αξιολογείται ακόμη δυσμενέστερα για τους κυβερνώντες, γιατί καμία προηγούμενη κυβέρνηση δεν είχε τόσο μεγάλη λαϊκή και πολιτική αποδοχή και στήριξη όσο η σημερινή, κατά την πολιτική αφετηρία της. Με τα τρία κόμματα της συντριπτικής λαϊκής πλειοψηφίας (ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ) να συγκυβερνούν, με τους Οικολόγους να συμπολιτεύονται και την αξιωματική αντιπολίτευση του ΔΗΣΥ να διακηρύσσει στεντόρεια τη στήριξή της προς την Ακελική προεδρία του κομμουνιστή Προέδρου Χριστόφια, με τη διαβόητη ιστορική υπέρβαση του κ. Νίκου Αναστασιάδη και τα είκοσι δάχτυλα και νύχια της καθολικής ταύτισης του τέως, πλέον, κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΔΗΣΥ κ. Χρήστου Πουργουρίδη.
Το εθνικό μας θέμα
Στο εθνικό θέμα, τα αποτελέσματα της τριετούς προεδρίας του κ. Χριστόφια είναι γνωστά. Ο Πρόεδρος της λύσης και του βαρύγδουπου γωνιάσματος της Τουρκίας και του συντροφικού ταλατικού συνδρόμου, μας οδήγησε σε κατάσταση χειρότερη από εκείνην που προδιέγραφε και πλαισιοθετούσε το ανανικό τερατούργημα. Και η δική μας πλευρά κυριολεκτικά αυτογωνιάστηκε, δίνοντας ταυτόχρονα ισχυρά ερείσματα στην κατοχική Τουρκία να εμφανίζεται ως αμέτοχος τρίτος που, μάλιστα, δήθεν νοιάζεται και καλοπροαίρετα αγωνιά για μια σύντομη επίλυση του κυπριακού προβλήματος. Είναι, όμως, και το θέμα της οικονομίας που, δυστυχώς, βρίσκεται κι αυτή πλέον στη χειρότερή της ώρα και στη χειρότερή της κατάσταση, μετά τη θεαματική ανάκαμψή της από την ολοκληρωτική κατάρρευση που της επέφερε η βάρβαρη τουρκική εισβολή της δήωσης, της σύλησης, της ατίμωσης, των εν ψυχρώ δολοφονιών μαχητών και αμάχων, και της κατάληψης του 37% του κυπριακού εδάφους τον Ιούλιο και Αύγουστο του 1974.
Όταν οι εξελίξεις τον διέψευδαν…
ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ πρέπει να λέγονται με τ’ όνομά τους. Χωρίς καλλιεπείς περιστροφές και υπολογιστικές σκοπιμότητες. Και η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση του κομμουνιστή «φιλοπρόοδου» κ. Χριστόφια παρέλαβε μια οικονομία ισχυρή, υγιή, θάλλουσα και πολλά υποσχόμενη, και τη μετέτρεψε σε μια πραγματικά ανερεισματική αδυναμία. Παρέλαβε μια οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης 3,5% ώς 4%, ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα 3,5%, μιαν ανεργία 2,5% ώς 3%, ένα δημόσιο χρέος 49%, που προκαλούσαν τον έπαινο και την εκτίμηση των Ευρωπαίων οι οποίοι, και αν ακόμη δεν θα το ήθελαν, δεν θα μπορούσαν να μη μας ανοίξουν την πόρτα για ένταξη στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ζώνης του Ευρώ. Και την οδήγησε στη σημερινή αξιοθρήνητη κατάσταση. Με δημοσιονομικό έλλειμμα μέχρι και 6%, δημόσιο χρέος 61%, ανεργία μέχρι και 7%, και ανάπτυξη αρνητική μέχρι 1,7% και σε πραγματική ύφεση.
Με την ΕΔΕΚ να αποχωρεί από το κυβερνητικό σχήμα μετά από δύο σχεδόν χρόνια και τον πρόεδρο του ΔΗΣΥ να ανακαλύπτει αιφνιδίως πριν από έξι μήνες ότι η οικονομία μας δεν πάει καλά και να προβαίνει σε δριμεία κριτική των κυβερνώντων, ενώ μέχρι τότε απέτασσε με τη γνωστή του ειρωνεία όσους προειδοποιούσαν και εισηγούνταν μέτρα, προτάσσοντας το ηρωικό και εύφημο προγονικό ότι «ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούμεθα».
Είναι, όμως, και οι κυβερνώντες. Με αιχμή του οικονομικού κυβερνητικού δόρατος τον Υπουργό Οικονομικών και τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Οι οποίοι για δυόμισι ολόκληρα χρόνια μυώπαζαν μπροστά στις δυσχερέστατες διεθνείς οικονομικές εξελίξεις και χαριεντίζονταν ασχετολογώντας ότι η κυπριακή οικονομία είναι πανίσχυρη, ότι είναι άτρωτη και ότι θα παραμείνει αλώβητη από την παγκόσμια οικονομική κρίση. Και έστελναν στο πυρ το εξώτερον όλους όσοι τολμούσαν να κρίνουν ως εξωπραγματική την κυβερνητική εκτίμηση και απραξία, και να προτάσσουν επίμονα και έντονα την ανάγκη επείγουσας λήψης μέτρων, μέσα στα πλαίσια μιας στοχευμένης, ολοκληρωμένης, έκτακτης οικονομικής στρατηγικής, η οποία τουλάχιστον να αμβλύνει τις δυσμενείς επιπτώσεις και να μειώσει τις οδυνηρές συνέπειες στην οικονομία μας και στο βιοτικό επίπεδο του δύσμοιρου λαού μας. Συνεπικουρούμενοι, πάντοτε, βεβαίως, από τον αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης και τον υπαρχηγό του, κοινοβουλευτικό εκπρόσωπο του κόμματος.
Μέχρι που φθάσαμε στο σπαραξικάρδιο και απίστευτα καθυστερημένο mea culpa του κ. Χριστόφια. Ο οποίος, πριν από μερικούς μήνες, ανακάλυψε ξαφνικά ότι η κυπριακή οικονομία καίγεται και ότι για να μην καούμε κι εμείς, θα πρέπει να ληφθούν μέτρα οδυνηρά και να υποστούμε όλοι θυσίες. Και με τον Υπουργό Οικονομικών να ταυτίζεται, ως πάντοτε, με τον Πρόεδρο και να επιβεβαιώνει. Αλλά χωρίς να εγκαταλείπει τις ωραιολογίες και τις ωραιοποιητικές συγκρίσεις. Ακόμη κι όταν τα γεγονότα τον άφηναν τραγικά εκτεθειμένο και, ακόμη, όταν οι εξελίξεις τον διέψευδαν ηχηρά.
Έστω και τώρα απαιτείται συλλογικότητα χειρισμών
ΤΩΡΑ ο Πρόεδρος καλεί σε συναίνεση, συνεργασία και κοινή προσπάθεια όλες τις πολιτικές δυνάμεις, για την αντιμετώπιση των οικονομικών προβλημάτων που συσσώρευσε η ακατανόητη και αδικαιολόγητη αδράνεια και απραξία του. Με τον Υπουργό των Οικονομικών να ανομολογεί ότι ντρέπεται όταν βλέπει ξένους επενδυτές που μας δάνεισαν με χαμηλό επιτόκιο πριν από μερικούς μήνες. Και να υπονοεί ότι άλλοι, η αντιπολίτευση, που μέχρι πριν από έξι μήνες ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, και, βεβαίως ο «προσφιλής» του Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας, φέρουν την ευθύνη για τη σημερινή οικονομική μας κατάντια. Εξαιρώντας τον εαυτό του και τον Πρόεδρο Χριστόφια, οι οποίοι φέρουν την κύρια και ουσιαστική ευθύνη για το οικονομικό μας κατάντημα. Και, βεβαίως, και για την ντροπή που ο αρμόδιος Υπουργός λέει ότι αισθάνεται. Γιατί ούτε αυτός ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας δικαιολογούνται ή νομιμοποιούνται να εμφανίζονται και ως «κούππες άπαννες».
Έχουν εν προκειμένω δίκαιο και ορθώς ερμηνεύουν τα οικονομικά μας πράγματα, όπως έχουν διαμορφωθεί και εδώ που έχουν φθάσει, και ο αντιπρόεδρος του ΔΗΚΟ και Πρόεδρος της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών κ. Νικόλας Παπαδόπουλος και ο αναπληρωτής (άνωθεν πολυκλαππωθείς) πρόεδρος του ΔΗΣΥ κ. Αβέρωφ Νεοφύτου. Η επίρριψη ευθυνών για αδράνεια και απραξία στους αρμόδιους κυβερνώντες δεν είναι άδικη. Όπως σωστή είναι και η έντονη εισήγησή τους για «εθνικό» διάλογο και διακομματική οικονομική πολιτική, ώστε να αποτραπούν τα διαφαινόμενα χειρότερα και να επέλθει η επιβαλλόμενη ανάκαμψη.
Το συνεπαγόμενο πολιτικό κόστος θα πρέπει να αναληφθεί από όλους. Αλλά με την αυτονόητη προϋπόθεση ότι τα μέτρα που θα ληφθούν και η πολιτική που θα χαραχθεί θα είναι προϊόν κοινής διαβούλευσης και κατάληξης, και όχι μονομερούς απόφασης του Προέδρου και του αρμόδιου Υπουργού του. Έστω και τώρα απαιτείται συλλογικότητα χειρισμών, αποφάσεων και μέτρων. Προτού να είναι εντελώς αργά.
ΔΡ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ
Πρώην Υπουργός Οικονομικών
και Εσωτερικών, και τέως Διοικητής
της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου